Anonymous

λαμπάς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0012.png Seite 12]] άδος, ἡ, 1) die <b class="b2">Fachel, </b>Leuchte, φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη Aesch. Spt. 433; αἴθουσι πᾶσαν νύκτα λαμπάδας [[πυρός]] Eur. Rhes. 95; λαμπάδος [[σέλας]] Soph. Tr. 1198; Her. u. Folgende, wie Thuc. 3, 24. Bes. ein mit der Fackel gegebenes Feuerzeichen, [[φυλάσσω]] λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]] Aesch. Ag. 8, öfter; Ar. Ran. 340. – 2) der [[Fackellauf]], wie [[λαμπαδηδρομία]], Her. 6, 105; so λαμπάδας ἄγουσιν Ἀθηναῖοι Παναθηναίοις, Ἡφαιστείοις, Προμηθείοις, B. A. 277; λαμπάδα τρέχειν, Ar. Vesp. 1202; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων τῇ θεῷ Plat. Rep. I, 328 a; darauf bezieht sich Legg. VI, 776 b [[καθάπερ]] λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων. Vgl. Xen. Vectig. 4, 52. So auch γεγυμνησιάρχηκε λαμπάδι, Is.; u. λαμπάδι νενικηκώς, Andoc. 4, 42; vgl. Ep. ad. 122 (App. 230). – 3) übertr. von der Sonne, [[οὐκέτι]] μοι [[τόδε]] λαμπάδος ἱερὸν [[ὄμμα]] [[θέμις]] ὁρᾶν Soph. Ant. 870; vgl. Eur. Suppl. 991; dah. ἡ 'πιοῦσα, d. i. der Tag, Eur. Med. 352; vom Blitz, λαμπάσι κεραυνίοις δαμασθείς Suppl. 1011, öfter. – Auch ein fackelähnliches Feuerzeichen am Himmel, Arist. mund. 4; λαμπὰς καιομένη κατὰ τὸν οὐρανόν D. gie. 16, 66. – Von der Oellampe, N. T. – Soph. braucht es auch adjectivisch, λαμπάσιν ἀκταῖς, fackelhell, O. C. 1052.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0012.png Seite 12]] άδος, ἡ, 1) die <b class="b2">Fachel, </b>Leuchte, φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη Aesch. Spt. 433; αἴθουσι πᾶσαν νύκτα λαμπάδας [[πυρός]] Eur. Rhes. 95; λαμπάδος [[σέλας]] Soph. Tr. 1198; Her. u. Folgende, wie Thuc. 3, 24. Bes. ein mit der Fackel gegebenes Feuerzeichen, [[φυλάσσω]] λαμπάδος τὸ [[σύμβολον]] Aesch. Ag. 8, öfter; Ar. Ran. 340. – 2) der [[Fackellauf]], wie [[λαμπαδηδρομία]], Her. 6, 105; so λαμπάδας ἄγουσιν Ἀθηναῖοι Παναθηναίοις, Ἡφαιστείοις, Προμηθείοις, B. A. 277; λαμπάδα τρέχειν, Ar. Vesp. 1202; λαμπὰς ἔσται ἀφ' ἵππων τῇ θεῷ Plat. Rep. I, 328 a; darauf bezieht sich Legg. VI, 776 b [[καθάπερ]] λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων. Vgl. Xen. Vectig. 4, 52. So auch γεγυμνησιάρχηκε λαμπάδι, Is.; u. λαμπάδι νενικηκώς, Andoc. 4, 42; vgl. Ep. ad. 122 (App. 230). – 3) übertr. von der Sonne, [[οὐκέτι]] μοι [[τόδε]] λαμπάδος ἱερὸν [[ὄμμα]] [[θέμις]] ὁρᾶν Soph. Ant. 870; vgl. Eur. Suppl. 991; dah. ἡ 'πιοῦσα, d. i. der Tag, Eur. Med. 352; vom Blitz, λαμπάσι κεραυνίοις δαμασθείς Suppl. 1011, öfter. – Auch ein fackelähnliches Feuerzeichen am Himmel, Arist. mund. 4; λαμπὰς καιομένη κατὰ τὸν οὐρανόν D. gie. 16, 66. – Von der Oellampe, N. T. – Soph. braucht es auch adjectivisch, λαμπάσιν ἀκταῖς, fackelhell, O. C. 1052.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>άδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> flambeau, <i>particul.</i> flambeau que les coureurs se passaient les uns aux autres ; course aux flambeaux : λαμπάδα [[δραμεῖν]] AR courir la course aux flambeaux;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> fagot allumé;<br /><b>2</b> flambeau de cire;<br /><b>3</b> lampe;<br /><b>III.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> flambeau du soleil ; [[αἱ]] λαμπάδες rayons du soleil;<br /><b>2</b> lumière du jour;<br /><b>3</b> <i>au pl.</i> lueurs des éclairs;<br /><b>4</b> météore igné;<br /><b>5</b> autre nom de la plante λυχνὶς ἀγρία.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, briller ; cf. [[λάμπω]].<br /><span class="bld">2</span>άδος<br /><i>adj. f.</i><br />éclairée, brillante de la lueur des flambeaux.<br /><i><b>Étym.</b> v.</i> [[λαμπάς]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λαμπάς''': -άδος, ἡ, ([[λάμπω]]) δᾴς, [[πυρσός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 433· πευκίνη λ. Σοφ. Τρ. 1198, Θουκ. 3.24, κτλ.· πυρσὸς χρησιμεύων ὡς [[σημεῖον]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 8, 28, κτλ.· λ. ἅψασθαι, ἀνάψαι τὴν λαμπάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 655· λαμπάδας τινάσσων, ἐν Βακχικαῖς τελεταῖς, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 340· ἐν χρήσει κατὰ πᾶσαν πανηγυρικὴν πομπήν, φαίνετε τούτῳ (δηλ. τῷ Αἰσχύλῳ) λαμπάδας ἱερὰς [[αὐτόθι]] 1524, πρβλ. Θεσμ. 102, καὶ ἴδε [[δίπυρος]] ΙΙ· -δᾴς, «δᾳδί», Πολύβ. 3. 93, 4· πᾶν [[εἶδος]] φωτός, [[λύχνος]], λαμπάδες ἀργυραῖ Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22)· [[κηρίον]], «λαμπάδα», Πλούτ. 2. 263F· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ τῶν δι’ ἐλαίου λύχνων, κ. Ματθ. Εὐαγγ. κε΄, 3, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 249, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σοφ. Ἀντ. 879, Εὐρ., (ἴδε ἐν λ. [[ἱππεύω]])· ἡ ’πιοῦσα λ., τὸ ἐρχόμενον φῶς, δηλ. ἡ ἐπιοῦσα [[ἡμέρα]], Εὐρ. Μήδ. 352· ἐπὶ ἀστραπῆς, δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1011, πρβλ. Βάκχ. 244, 594. 3) μετέωρον, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 24, Διόδ. 16. 66. ΙΙ. ὁ ἀγὼν τῆς λαμπαδηφορίας, ὡς τὸ [[λαμπαδηδρομία]], Ἡρόδ. 6. 105, Schneid. εἰς Ξεν. Πόρ. 4, 52· λαμπάδα [[δραμεῖν]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς λαμπαδηφορίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1203, Θεοφρ. Χαρακτ. 27· λ. φέρειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1087· ἀφιεμένην τὴν λ. θεῶ, ἴδε, «κύτταξε» τὴν ἀρχὴν τοῦ ἀγῶνος, [[αὐτόθι]] 131· λ. ἔσται... ἀφ’ ἵππων τῷ θεῷ Πλάτ. Πολ. 328Α· λαμπάδι [[νικᾶν]], εἶμαι νικητὴς ἐν τῇ λαμπαδηδρομίᾳ, Ἀνδοκ. 34. 29· κοινότερον, λαμπάδα ν., εἶμαι [[νικητής]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 243, 257· οἱ νικήσαντες τὴν λαμπάδα [[αὐτόθι]] 244, πρβλ. 287· λαμπάδων ἀγῶνες Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 84. 3 (ἔκδ. Blass), πρβλ. [[γυμνασιαρχέω]]. 2) μεταφ. ἐπὶ τῆς ζωῆς, λαμπάδα γὰς ζωᾶς με [[δραμεῖν]]... ἤθελε [[δαίμων]] Ἀνθ. ΙΙ. παράρτ. 148· καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 776Β, ἴδε [[λαμπάδιον]] Ι, καὶ πρβλ. Lucret. 2.78, Pers. 6. 61. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κνίδη]] (τσουκνίδα), Διοσκ. ἐν Νόθ. 3. 115.
|lstext='''λαμπάς''': -άδος, ἡ, ([[λάμπω]]) δᾴς, [[πυρσός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 433· πευκίνη λ. Σοφ. Τρ. 1198, Θουκ. 3.24, κτλ.· πυρσὸς χρησιμεύων ὡς [[σημεῖον]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 8, 28, κτλ.· λ. ἅψασθαι, ἀνάψαι τὴν λαμπάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 655· λαμπάδας τινάσσων, ἐν Βακχικαῖς τελεταῖς, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 340· ἐν χρήσει κατὰ πᾶσαν πανηγυρικὴν πομπήν, φαίνετε τούτῳ (δηλ. τῷ Αἰσχύλῳ) λαμπάδας ἱερὰς [[αὐτόθι]] 1524, πρβλ. Θεσμ. 102, καὶ ἴδε [[δίπυρος]] ΙΙ· -δᾴς, «δᾳδί», Πολύβ. 3. 93, 4· πᾶν [[εἶδος]] φωτός, [[λύχνος]], λαμπάδες ἀργυραῖ Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Ι΄, 22)· [[κηρίον]], «λαμπάδα», Πλούτ. 2. 263F· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ τῶν δι’ ἐλαίου λύχνων, κ. Ματθ. Εὐαγγ. κε΄, 3, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 249, κτλ. 2) μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σοφ. Ἀντ. 879, Εὐρ., (ἴδε ἐν λ. [[ἱππεύω]])· ἡ ’πιοῦσα λ., τὸ ἐρχόμενον φῶς, δηλ. ἡ ἐπιοῦσα [[ἡμέρα]], Εὐρ. Μήδ. 352· ἐπὶ ἀστραπῆς, δαμασθεὶς λαμπάσιν κεραυνίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1011, πρβλ. Βάκχ. 244, 594. 3) μετέωρον, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 24, Διόδ. 16. 66. ΙΙ. ὁ ἀγὼν τῆς λαμπαδηφορίας, ὡς τὸ [[λαμπαδηδρομία]], Ἡρόδ. 6. 105, Schneid. εἰς Ξεν. Πόρ. 4, 52· λαμπάδα [[δραμεῖν]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς λαμπαδηφορίας, Ἀριστοφ. Σφ. 1203, Θεοφρ. Χαρακτ. 27· λ. φέρειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1087· ἀφιεμένην τὴν λ. θεῶ, ἴδε, «κύτταξε» τὴν ἀρχὴν τοῦ ἀγῶνος, [[αὐτόθι]] 131· λ. ἔσται... ἀφ’ ἵππων τῷ θεῷ Πλάτ. Πολ. 328Α· λαμπάδι [[νικᾶν]], εἶμαι νικητὴς ἐν τῇ λαμπαδηδρομίᾳ, Ἀνδοκ. 34. 29· κοινότερον, λαμπάδα ν., εἶμαι [[νικητής]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 243, 257· οἱ νικήσαντες τὴν λαμπάδα [[αὐτόθι]] 244, πρβλ. 287· λαμπάδων ἀγῶνες Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 84. 3 (ἔκδ. Blass), πρβλ. [[γυμνασιαρχέω]]. 2) μεταφ. ἐπὶ τῆς ζωῆς, λαμπάδα γὰς ζωᾶς με [[δραμεῖν]]... ἤθελε [[δαίμων]] Ἀνθ. ΙΙ. παράρτ. 148· καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον παραδιδόντες ἄλλοις ἐξ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 776Β, ἴδε [[λαμπάδιον]] Ι, καὶ πρβλ. Lucret. 2.78, Pers. 6. 61. ΙΙΙ. [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[κνίδη]] (τσουκνίδα), Διοσκ. ἐν Νόθ. 3. 115.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>άδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> flambeau, <i>particul.</i> flambeau que les coureurs se passaient les uns aux autres ; course aux flambeaux : λαμπάδα [[δραμεῖν]] AR courir la course aux flambeaux;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> fagot allumé;<br /><b>2</b> flambeau de cire;<br /><b>3</b> lampe;<br /><b>III.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> flambeau du soleil ; [[αἱ]] λαμπάδες rayons du soleil;<br /><b>2</b> lumière du jour;<br /><b>3</b> <i>au pl.</i> lueurs des éclairs;<br /><b>4</b> météore igné;<br /><b>5</b> autre nom de la plante λυχνὶς ἀγρία.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, briller ; cf. [[λάμπω]].<br /><span class="bld">2</span>άδος<br /><i>adj. f.</i><br />éclairée, brillante de la lueur des flambeaux.<br /><i><b>Étym.</b> v.</i> [[λαμπάς]]¹.
}}
}}
{{eles
{{eles