Anonymous

μεταπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] nachschicken, nach Jemandem abschicken; gew. im med., nach Einem schicken und ihn zu sich holen lassen, τοὺς φίλους, Ar. Plut. 341;. Thuc. 1, 112; Plat. Conv. 175 c; ἐμὲ εἰς τὴν θόλον, Apol. 32 c, öfter; aber auch pass., ὁρῶ τοὺς οἰκοδόμους μεταπεμπομένους, Prot. 319 b; Xen. Cyr. 1, 3, 1; schicken und holen lassen, 6, 2, 1 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 12, 3. – Adj. verb. [[μεταπεμπτέος]], herbeizuholen, Thuc. 6, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] nachschicken, nach Jemandem abschicken; gew. im med., nach Einem schicken und ihn zu sich holen lassen, τοὺς φίλους, Ar. Plut. 341;. Thuc. 1, 112; Plat. Conv. 175 c; ἐμὲ εἰς τὴν θόλον, Apol. 32 c, öfter; aber auch pass., ὁρῶ τοὺς οἰκοδόμους μεταπεμπομένους, Prot. 319 b; Xen. Cyr. 1, 3, 1; schicken und holen lassen, 6, 2, 1 u. Sp., wie Luc. D. Mort. 12, 3. – Adj. verb. [[μεταπεμπτέος]], herbeizuholen, Thuc. 6, 25.
}}
{{bailly
|btext=envoyer vers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταπέμπομαι (<i>ao.</i> μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πέμπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπέμπω''': [[πέμπω]] κατόπιν τινός, ζητῶν τινα, προσκαλῶ, Ἀγαμέμνονος πέμψαντος... μέτα, προσκαλέσαντός σε, Εὐρ. Ἑκ. 504· παρ’ Εὐχαρίδου [[τρεῖς]] ἄγλιθας μετέπεμψα Ἀριστοφ. Σφ. 679· ἴδε κατωτ. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μεταπέμπεσθαί τινα, καλεῖν, προσκαλεῖν τινα δι’ ἀπεσταλμένου, Λατ. arcessere, Ἡρόδ. 1. 41, 77, 108, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1087, κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 113, 7, κτλ.· - ὁ Θουκ. φαίνεται ὅτι μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀδιαφόρως, πρβλ. 1. 112., 4. 30., 6. 52, πρὸς τὰ 2. 29., 5. 82· - παθ., μεταπεμφθῆναι, προσκληθῆναι, Δημ. 839. 29, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 319Β.
|lstext='''μεταπέμπω''': [[πέμπω]] κατόπιν τινός, ζητῶν τινα, προσκαλῶ, Ἀγαμέμνονος πέμψαντος... μέτα, προσκαλέσαντός σε, Εὐρ. Ἑκ. 504· παρ’ Εὐχαρίδου [[τρεῖς]] ἄγλιθας μετέπεμψα Ἀριστοφ. Σφ. 679· ἴδε κατωτ. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μεταπέμπεσθαί τινα, καλεῖν, προσκαλεῖν τινα δι’ ἀπεσταλμένου, Λατ. arcessere, Ἡρόδ. 1. 41, 77, 108, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1087, κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 113, 7, κτλ.· - ὁ Θουκ. φαίνεται ὅτι μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀδιαφόρως, πρβλ. 1. 112., 4. 30., 6. 52, πρὸς τὰ 2. 29., 5. 82· - παθ., μεταπεμφθῆναι, προσκληθῆναι, Δημ. 839. 29, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 319Β.
}}
{{bailly
|btext=envoyer vers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταπέμπομαι (<i>ao.</i> μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πέμπω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR