ξυρήκης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ες, scharf wie ein Scheermesser, λόγχαι, Xen. Cyn. 10, 3; – kahl abgeschoren, κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ, als Zeichen der Trauer, Eur. Alc. 429; [[κάρα]] ξυρῆκες, El. 335 Phoen. 375 (ξυρηκές f. acc.). – Nach Ael. Dion. bei Eust. auch = [[ξυρήσιμος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] ες, scharf wie ein Scheermesser, λόγχαι, Xen. Cyn. 10, 3; – kahl abgeschoren, κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ, als Zeichen der Trauer, Eur. Alc. 429; [[κάρα]] ξυρῆκες, El. 335 Phoen. 375 (ξυρηκές f. acc.). – Nach Ael. Dion. bei Eust. auch = [[ξυρήσιμος]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />rasé, tondu avec un rasoir.<br />'''Étymologie:''' [[ξυρόν]], [[ἀκή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[ὀξύς]], κοπτερὸς ὡς [[ξυράφιον]], Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., [[μέχρι]] δέρματος ἐξυρημένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335· κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, [[ξυρήκης]]· ὁ [[ξυρήσιμος]] καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.
|lstext='''ξῠρήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[ὀξύς]], κοπτερὸς ὡς [[ξυράφιον]], Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., [[μέχρι]] δέρματος ἐξυρημένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335· κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, [[ξυρήκης]]· ὁ [[ξυρήσιμος]] καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />rasé, tondu avec un rasoir.<br />'''Étymologie:''' [[ξυρόν]], [[ἀκή]].
}}
}}
{{grml
{{grml