Anonymous

κοιτάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] ins Lager legen, zu Bett bringen, Hesych. – Med. sich ins Bett legen, sich lagern, schlafen; ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pind. Ol. 13, 75; κοιτάζεσθαι ἐπὶ τῶν διηρπασμένων Pol. 10, 15, 9; öfter bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] ins Lager legen, zu Bett bringen, Hesych. – Med. sich ins Bett legen, sich lagern, schlafen; ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Pind. Ol. 13, 75; κοιτάζεσθαι ἐπὶ τῶν διηρπασμένων Pol. 10, 15, 9; öfter bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=mettre au lit, faire coucher;<br /><i><b>Moy.</b></i> κοιτάζομαι, se coucher, dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιτάζω''': ([[κοίτη]]) βάλλω εἰς τὴν κλίνην, [[κατακοιμίζω]], Ἡσύχ., κοιταστέον τὰς κύνας Ἀρρ. Κυν. 9, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. ― Μέσ., μετὰ Δωρ. ἀορ. ἐκοιταξάμην, [[ὑπάγω]] εἰς τὴν κλίνην, «[[πλαγιάζω]]», κατακλίνομαι, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Πινδ. Ο. 13. 107· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πολυβ. 10. 15, 9, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω τὴν κοίτην μου, κοιμῶμαι, ἐπὶ λέοντος, ποῦ κοιτάζει, ποῦ κοιμᾶται, Αἴσωπ. 114 Halm.
|lstext='''κοιτάζω''': ([[κοίτη]]) βάλλω εἰς τὴν κλίνην, [[κατακοιμίζω]], Ἡσύχ., κοιταστέον τὰς κύνας Ἀρρ. Κυν. 9, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. ― Μέσ., μετὰ Δωρ. ἀορ. ἐκοιταξάμην, [[ὑπάγω]] εἰς τὴν κλίνην, «[[πλαγιάζω]]», κατακλίνομαι, ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο νύκτα Πινδ. Ο. 13. 107· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πολυβ. 10. 15, 9, κτλ. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω τὴν κοίτην μου, κοιμῶμαι, ἐπὶ λέοντος, ποῦ κοιτάζει, ποῦ κοιμᾶται, Αἴσωπ. 114 Halm.
}}
{{bailly
|btext=mettre au lit, faire coucher;<br /><i><b>Moy.</b></i> κοιτάζομαι, se coucher, dormir.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
}}
}}
{{grml
{{grml