Anonymous

καταχωνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kataxwneu/w
|Beta Code=kataxwneu/w
|Definition=[[melt down]], D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ [[στόμα]]τος κατεχώνευσε [[χρυσίον]] = [[pour]]ed [[molten]] [[gold]] down his [[throat]], App.Mith.21.
|Definition=[[melt down]], D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ [[στόμα]]τος κατεχώνευσε [[χρυσίον]] = [[pour]]ed [[molten]] [[gold]] down his [[throat]], App.Mith.21.
}}
{{bailly
|btext=jeter en fonte, fondre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χωνεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχωνεύω''': [[χωνεύω]], [[κατατήκω]], χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4· τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.· τοῦ στόματος κατεχώνευσε [[χρυσίον]], ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ [[στόμα]] του, Ἀππ. Μιθρ. 21.
|lstext='''καταχωνεύω''': [[χωνεύω]], [[κατατήκω]], χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4· τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.· τοῦ στόματος κατεχώνευσε [[χρυσίον]], ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ [[στόμα]] του, Ἀππ. Μιθρ. 21.
}}
{{bailly
|btext=jeter en fonte, fondre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χωνεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml