Anonymous

καυτηριάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen, Strab. V, 1, 9, [[varia lectio|v.l.]] καυστ. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt, I. Timoth. 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen, Strab. V, 1, 9, [[varia lectio|v.l.]] καυστ. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt, I. Timoth. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.<br />'''Étymologie:''' [[καυτήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καυτηριάζω''': μέλλ. -άσω, [[καίω]] διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ [[ἄλλοτε]] κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος [[ἐγκαίω]], [[στιγματίζω]], καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.
|lstext='''καυτηριάζω''': μέλλ. -άσω, [[καίω]] διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ [[ἄλλοτε]] κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος [[ἐγκαίω]], [[στιγματίζω]], καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.
}}
{{bailly
|btext=brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.<br />'''Étymologie:''' [[καυτήρ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR