Anonymous

κατασκιάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] beschatten, bedecken; κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes. Th. 716; λαβὼν δ' ὑφάσμαθ' ἱρὰ κατεσκίαζε Eur. Ion 1142; ἦ καὶ κατασκιῶσι (fut.) Θηβαίᾳ κόνει, begraben, Soph. O. C. 407; auch in Prosa, κατεσκίασε πάντα σαρξὶ [[ἄνωθεν]] Plat. Tim. 74 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] beschatten, bedecken; κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes. Th. 716; λαβὼν δ' ὑφάσμαθ' ἱρὰ κατεσκίαζε Eur. Ion 1142; ἦ καὶ κατασκιῶσι (fut.) Θηβαίᾳ κόνει, begraben, Soph. O. C. 407; auch in Prosa, κατεσκίασε πάντα σαρξὶ [[ἄνωθεν]] Plat. Tim. 74 d.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατασκιάσω, <i>att.</i> κατασκιῶ;<br />ombrager, couvrir : κόνει τινά SOPH qqn de poussière, <i>càd</i> de terre ; ensevelir qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκιάζω''': μέλλ. -σκιάσω, συνῃρ. -σκιῶ Σοφ. Ο. Κ. 406· Διὰ τῆς σκιᾶς ἐντελῶς [[σκεπάζω]], ἢ ἐν γένει ἐπικαλύπτω, κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Ἡσ. Θ. 716, πρβλ. τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι Ἡρόδ. 7. 226· κόνει, [[θάπτω]] τινά, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1142· θανόντα... [[γαῖα]] κατεσκίασεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 493· κατεσκίασε πάντα σαρξὶν [[ἄνωθεν]] Πλάτ. Τίμ. 74D.
|lstext='''κατασκιάζω''': μέλλ. -σκιάσω, συνῃρ. -σκιῶ Σοφ. Ο. Κ. 406· Διὰ τῆς σκιᾶς ἐντελῶς [[σκεπάζω]], ἢ ἐν γένει ἐπικαλύπτω, κατὰ δ’ ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Ἡσ. Θ. 716, πρβλ. τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι Ἡρόδ. 7. 226· κόνει, [[θάπτω]] τινά, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ἴων 1142· θανόντα... [[γαῖα]] κατεσκίασεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 493· κατεσκίασε πάντα σαρξὶν [[ἄνωθεν]] Πλάτ. Τίμ. 74D.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατασκιάσω, <i>att.</i> κατασκιῶ;<br />ombrager, couvrir : κόνει τινά SOPH qqn de poussière, <i>càd</i> de terre ; ensevelir qqn.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκιάζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR