Anonymous

κόπρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ἡ, [[Mist]]. Excremente von Menschen u. Thieren, [[Dünger]]; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. [[Schmutz]], [[Koth]], Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο [[νομόνδε]] Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ [[κόπρος]], Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ [[κόπρον]], vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1483.png Seite 1483]] ἡ, [[Mist]]. Excremente von Menschen u. Thieren, [[Dünger]]; Od. 9, 329. 17, 297. 306; Ar. Eccl. 360; Her. 2, 36; Plat. Prot. 334 a; Xen. de re equ. 5, 2; Folgde; übh. [[Schmutz]], [[Koth]], Il. 22, 414. 24, 124. 640. – Auch = der Mist- oder Viehhof, der Ochsenstall, μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο [[νομόνδε]] Il. 18, 575, vgl. Od. 10, 411, in welcher Bedeutung einige Grammatiker κοπρός accentuiren. – Spätere sagten auch ὁ [[κόπρος]], Schol. Ar. Plut. 663, Schäfer Long. p. 392, u. τὸ [[κόπρον]], vgl. Lob. zu Phryn. p. 760.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> excrément des animaux <i>ou</i> des hommes ; saleté, ordure;<br /><b>2</b> endroit où s'amasse le fumier ; étable.<br />'''Étymologie:''' DELG dérivé d'un vieux th. i.-e., pê apparenté à [[σκώρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόπρος''': ἡ, [[ἀποπάτημα]], περιττώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, Ὀδ. Ι. 329., Ρ. 297, 306, Ἡρόδ. 2. 36, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Εὐφορ. Ἀποσπ. 49· ἰδίως ὡς χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν γεωργίαν διὰ «κόπρισμα», Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 4. 2) [[καθόλου]], [[ῥύπος]], [[ἀκαθαρσία]], κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Ἰλ. Χ. 414, πρβλ. Ω. 164, 640. ΙΙ. [[κοπρία]], σωρὸς κόπρου, Σ. 575, Ὀδ. Κ. 411· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας τινὲς τῶν Γραμματικῶν ἔγραφον τὴν λέξιν ὀξυτόνως κοπρός. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν καὶ [[κόπρος]], ὁ Schäf, εἰς Λόγγον 392, καὶ κόπρον, τό, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 760.
|lstext='''κόπρος''': ἡ, [[ἀποπάτημα]], περιττώματα ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, Ὀδ. Ι. 329., Ρ. 297, 306, Ἡρόδ. 2. 36, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Εὐφορ. Ἀποσπ. 49· ἰδίως ὡς χρησιμοποιουμένη εἰς τὴν γεωργίαν διὰ «κόπρισμα», Πλάτ. Πρωτ. 334Α, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 4. 2) [[καθόλου]], [[ῥύπος]], [[ἀκαθαρσία]], κυλινδόμενος κατὰ κόπρον Ἰλ. Χ. 414, πρβλ. Ω. 164, 640. ΙΙ. [[κοπρία]], σωρὸς κόπρου, Σ. 575, Ὀδ. Κ. 411· ἐπὶ ταύτης δὲ τῆς σημασίας τινὲς τῶν Γραμματικῶν ἔγραφον τὴν λέξιν ὀξυτόνως κοπρός. ― Μεταγενέστεροι συγγραφεῖς μετεχειρίσθησαν καὶ [[κόπρος]], ὁ Schäf, εἰς Λόγγον 392, καὶ κόπρον, τό, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 760.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> excrément des animaux <i>ou</i> des hommes ; saleté, ordure;<br /><b>2</b> endroit où s'amasse le fumier ; étable.<br />'''Étymologie:''' DELG dérivé d'un vieux th. i.-e., pê apparenté à [[σκώρ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth