Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταχωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] weg- u. wo anders hingehen; τόπων [[μετά]] που χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε θοῶς, Aesch. Prom. 1062; ἐς τὴν Λιβύην, Ar. Av. 710; Thuc. 5, 112 u. Folgde; übergehen zu einer andern Partei, Plut. Demetr. 29 u. Sp.; auch μ. εἰς ὀστράκου φύσιν, Ael. N. A. 9, 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] weg- u. wo anders hingehen; τόπων [[μετά]] που χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε θοῶς, Aesch. Prom. 1062; ἐς τὴν Λιβύην, Ar. Av. 710; Thuc. 5, 112 u. Folgde; übergehen zu einer andern Partei, Plut. Demetr. 29 u. Sp.; auch μ. εἰς ὀστράκου φύσιν, Ael. N. A. 9, 43.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> changer de lieu, se transporter, s'en aller;<br /><b>2</b> se transformer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταχωρέω''': [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[μεταβάλλω]] τόπον, μετοικῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, τόπων μετά που χωρεῖτ’ ἐκ τῶνδε Αἰσχύλ. Πρ. 1060· μ. εἰς τόπον Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· τὸ ᾠὸν μ. [[κάτω]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 9· ἐπὶ τῶν ἀποδημητικῶν πτηνῶν, [[ἀπέρχομαι]], ἐς τὴν Λιβύην Ἀριστοφ. Ὄρν. 710· ἐπὶ ἀνθρώπων, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], Θουκ. 2. 72· [[ὡσαύτως]], ἀποσύρομαι ἐκ συνεδρίας, [[ἀπέρχομαι]], [[ἀπομακρύνομαι]], ὁ αὐτ. 5. 112· [[μεταβαίνω]] εἰς ἑτέραν πολιτικὴν μερίδα, Πλουτ. Δημήτρ. 29· μ. εἰς [[τἀναντία]] Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11· μεταβάλλομαι, εἰς φύσιν τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 9. 43.
|lstext='''μεταχωρέω''': [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[μεταβάλλω]] τόπον, μετοικῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἀποσύρομαι, τόπων μετά που χωρεῖτ’ ἐκ τῶνδε Αἰσχύλ. Πρ. 1060· μ. εἰς τόπον Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· τὸ ᾠὸν μ. [[κάτω]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 9· ἐπὶ τῶν ἀποδημητικῶν πτηνῶν, [[ἀπέρχομαι]], ἐς τὴν Λιβύην Ἀριστοφ. Ὄρν. 710· ἐπὶ ἀνθρώπων, μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], Θουκ. 2. 72· [[ὡσαύτως]], ἀποσύρομαι ἐκ συνεδρίας, [[ἀπέρχομαι]], [[ἀπομακρύνομαι]], ὁ αὐτ. 5. 112· [[μεταβαίνω]] εἰς ἑτέραν πολιτικὴν μερίδα, Πλουτ. Δημήτρ. 29· μ. εἰς [[τἀναντία]] Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11· μεταβάλλομαι, εἰς φύσιν τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 9. 43.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> changer de lieu, se transporter, s'en aller;<br /><b>2</b> se transformer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[χωρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm