Anonymous

μόναρχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] alleinherrschend, der Monarch; [[σκᾶπτον]] μόναρχον, Pind. P. 4, 152, des Alleinherrschers Scepter; Aesch. Prom. 324; Ar. Equ. 1327; Thuc. 1, 122; Plat. Polit. 301 c u. Folgde; – ion. μούναρχος, Her. 3, 80 u. öfter, τὸν μούναρχον τῶν Ζαγκλαίων, 6, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] alleinherrschend, der Monarch; [[σκᾶπτον]] μόναρχον, Pind. P. 4, 152, des Alleinherrschers Scepter; Aesch. Prom. 324; Ar. Equ. 1327; Thuc. 1, 122; Plat. Polit. 301 c u. Folgde; – ion. μούναρχος, Her. 3, 80 u. öfter, τὸν μούναρχον τῶν Ζαγκλαίων, 6, 23.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui commande seul, souverain ; ὁ [[μόναρχος]] monarque, chef souverain ; <i>à Rome</i> dictateur.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μόναρχος''': Ἰων. -μούν-, ὁ, [[μονάρχης]], ὁ ἄρχων [[μόνος]] [[ἄνευ]] περιορισμοῦ τινος, [[κύριος]] [[ἀπόλυτος]], [[ἀνώτατος]] καὶ [[μόνος]] ἄρχων, πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 52 ([[οὗτος]] δέ, ὡς καὶ ὁ Ἡρόδ., ποιεῖται χρῆσιν τοῦ Ἰων. τύπου ὡς καὶ ὁ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 31), Σόλων 9. 3· τραχὺς μ. Αἰσχύλ. Πρ. 324· μονάρχους καταλύειν Θουκ. 1. 122· [[δῆμος]], ἅτε μ. ὤν, ὡς ἔχων ἀνωτάτην ἐξουσίαν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27· γῆς τῆσδε μ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1330· πρβλ. [[μοναρχία]]· 2) ὡς ἐπίθ., [[σκᾶπτον]] μ., τὸ τῆς μοναρχίας, τὸ μοναρχικὸν [[σκῆπτρον]], Πινδ. Π. 4. 270. ΙΙ. τὸ Ἑλληνικὸν ἰσοδύναμον τῷ Ρωμαϊκῷ Dictator, Πλουτ. Κάμ. 18· ― [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Εὐρ. Ρησ. 31.
|lstext='''μόναρχος''': Ἰων. -μούν-, ὁ, [[μονάρχης]], ὁ ἄρχων [[μόνος]] [[ἄνευ]] περιορισμοῦ τινος, [[κύριος]] [[ἀπόλυτος]], [[ἀνώτατος]] καὶ [[μόνος]] ἄρχων, πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 52 ([[οὗτος]] δέ, ὡς καὶ ὁ Ἡρόδ., ποιεῖται χρῆσιν τοῦ Ἰων. τύπου ὡς καὶ ὁ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 31), Σόλων 9. 3· τραχὺς μ. Αἰσχύλ. Πρ. 324· μονάρχους καταλύειν Θουκ. 1. 122· [[δῆμος]], ἅτε μ. ὤν, ὡς ἔχων ἀνωτάτην ἐξουσίαν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27· γῆς τῆσδε μ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1330· πρβλ. [[μοναρχία]]· 2) ὡς ἐπίθ., [[σκᾶπτον]] μ., τὸ τῆς μοναρχίας, τὸ μοναρχικὸν [[σκῆπτρον]], Πινδ. Π. 4. 270. ΙΙ. τὸ Ἑλληνικὸν ἰσοδύναμον τῷ Ρωμαϊκῷ Dictator, Πλουτ. Κάμ. 18· ― [[καθόλου]], [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], Εὐρ. Ρησ. 31.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui commande seul, souverain ; ὁ [[μόναρχος]] monarque, chef souverain ; <i>à Rome</i> dictateur.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater