3,274,915
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0238.png Seite 238]] υος, ὁ, = [[νεκρός]] (vgl. neco), der [[Leichnam]]; von Menschen, oft bei Hom., νέκυν ἐρύοντο, Il. 17, 277, ἐκ νέκυος δολιχόσκιον [[ἔγχος]] ἐσπάσατο, 13, 509, u. sonst; auch ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεθνηῶτος, 18, 173, wie ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι, 16, 565. – Der [[Todtein]] der Unterwelt, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Od. 11 oft, [[δύσομαι]] εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι [[φαείνω]], 12, 383, sagt Helios; auch πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν, 11, 491; νέκυσσιν steht 11, 569. 22, 401. 23, 45, acc. plur. [[νέκυς]] 24, 417; Soph. Ai. 1356; Eur. u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 857; αἱ νέκυες, Nicarch. 36 (XI, 96). – Auch Her. 1, 140. 3, 16 u. in sp. Prosa, wie Hdn. 4, 8, 12. – [Υ ursprünglich im nom. u. acc. sing. lang, bei alexandrinischen Dichtern kurz.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0238.png Seite 238]] υος, ὁ, = [[νεκρός]] (vgl. neco), der [[Leichnam]]; von Menschen, oft bei Hom., νέκυν ἐρύοντο, Il. 17, 277, ἐκ νέκυος δολιχόσκιον [[ἔγχος]] ἐσπάσατο, 13, 509, u. sonst; auch ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεθνηῶτος, 18, 173, wie ἀμφὶ νέκυι κατατεθνηῶτι μάχεσθαι, 16, 565. – Der [[Todtein]] der Unterwelt, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Od. 11 oft, [[δύσομαι]] εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι [[φαείνω]], 12, 383, sagt Helios; auch πᾶσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ἀνάσσειν, 11, 491; νέκυσσιν steht 11, 569. 22, 401. 23, 45, acc. plur. [[νέκυς]] 24, 417; Soph. Ai. 1356; Eur. u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 857; αἱ νέκυες, Nicarch. 36 (XI, 96). – Auch Her. 1, 140. 3, 16 u. in sp. Prosa, wie Hdn. 4, 8, 12. – [Υ ursprünglich im nom. u. acc. sing. lang, bei alexandrinischen Dichtern kurz.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος ; υι, υν ; υες, ύων, υσσι <i>ou</i> ύεσσι, υας (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> mort, morte;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> corps mort, cadavre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[νεκρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νέκυς''': -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ [[νεκρός]], [[σῶμα]] νεκρόν, [[κυρίως]] ἀνθρώπου, συχν. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, [[νέκυς]] καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· [[ὡσαύτως]], ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, συχν. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi ([[νεκρός]]).) | |lstext='''νέκυς''': -υος, ὁ, ποιητ. δοτ. νέκυι Ἰλ. Π. 526, κτλ.· Ἐπικ. δοτ. πληθ. νεκύεσι Ὅμ., νέκυσσι ἐν Ὀδ. Λ. 569, Χ. 401, Ψ. 45· αἰτ. πληθ. νέκυας, συνῃρ. νέκῡς Ω. 417, Εὐρ. Ἀποσπ. 176· ― συνώνυμον τῷ κοινῷ τύπῳ [[νεκρός]], [[σῶμα]] νεκρόν, [[κυρίως]] ἀνθρώπου, συχν. ἐν Ἰλ., σπανιώτερον δὲ ἐν Ὀδ.· ἐν Ἰλ. Δ. 492, 3, [[νέκυς]] καὶ νεκρὸς κεῖνται ἐπὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] νεκροῦ ἀνθρώπου· ν. ἀνδρὸς Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16, 24, Σοφ. Ἀντ. 26, Εὐρ. Ὀρ. 1585· [[ὡσαύτως]], ν. τεθνηὼς ἢ κατατεθνηώς, νέκυες κατατεθνηῶτες, κτάμενοι, καταφθίμενοι Ὅμ.· ἀνδρὸς Πέρσεω ὁ ν. Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. 3. 16· ὁ κατθανὼν ν. Σοφ. Ἀντ. 515. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ πνεύματα, Λατ. Manes, inferi, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, συχν. ἐν Ὀδ. Λ., σπανιώτερον ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μεθ’ Ὅμηρ., ἐχθρὸν ὧδ’ αἰδεῖ νέκυν; Σοφ. Αἴ. 1356 κίχλαι αἱ νέκυες Ἀνθ. Π. 11. 96· ἀλλὰ πρβλ. Ἰλ. Ω. 35, 423. ― Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ. παρ’ Ὁμ. ἐν Ἰλ. Σ. 180, Δ. 492, κτλ.· ἀλλὰ ῠ παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1745, Ἱκέτ. 70, Ὀρ. 1585, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπικ.]. (Ἐκ τῆς √ ΝΕΚ παράγονται καὶ τὰ νέκυια, νεκρός· πρβλ. Σανσκρ. naś, naś-ami (intereo), naś-as (nex, mors)· Ζενδ. naç-u (cadaver)· Λατ. nec-are, nex, καὶ πιθαν. noc-ere, nox-a (πρβλ. naus, navis, Σλαυ. navi ([[νεκρός]]).) | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |