Anonymous

μίμνω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0187.png Seite 187]] poet. = [[μένω]], [[bleiben]]; Hom. u. Hes., nur im praes. u. imperf., ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστιν ἐνιαυτὸς [[ἐνθάδε]] μιμνόντεσσι Il. 2, 296, μιμνέτω 19, 188; c. accus., [[erwarten]], [[standhalten]], [[bestehen]], ὀξὺν ἄρηα Il. 17, 721, ἀνέρα 22, 38, öfter ἠῶ, die Morgenröthe erwarten; Aesch. Ag. 143; Eur. Med. 440; sp. D., wie Mel. 90 (V, 152).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0187.png Seite 187]] poet. = [[μένω]], [[bleiben]]; Hom. u. Hes., nur im praes. u. imperf., ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστιν ἐνιαυτὸς [[ἐνθάδε]] μιμνόντεσσι Il. 2, 296, μιμνέτω 19, 188; c. accus., [[erwarten]], [[standhalten]], [[bestehen]], ὀξὺν ἄρηα Il. 17, 721, ἀνέρα 22, 38, öfter ἠῶ, die Morgenröthe erwarten; Aesch. Ag. 143; Eur. Med. 440; sp. D., wie Mel. 90 (V, 152).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> rester à la même place;<br /><b>2</b> durer, persévérer, continuer;<br /><b>3</b> <i>avec un suj. de chose</i> μίμνει τινί [[τι]] ESCHL il reste qch à qqn ; <i>avec un inf. pour suj.</i> il reste à, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> <i>tr.</i> attendre, acc. ; <i>particul.</i> attendre de pied ferme, affronter, braver, acc..<br />'''Étymologie:''' p. *μιμένω, de la R. Μεν avec redoubl. ; cf. [[μένω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μίμνω''': σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ [[μένω]] (δηλ. μιμένω, πρβλ. γίγνομαι, πίπτω), καὶ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[μένω]], [[ὁσάκις]] ἡ πρώτη συλλαβὴ ἔδει νὰ ᾖ μακρά· διὸ εὕρηται μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· μιμνόντεσσι, Ἐπικ. δοτ. πληθυντ. μετοχ. ἀντὶ μίμνουσι, Ἰλ. Β. 296. Μένω, [[μένω]] σταθερὸς ἐν τῇ μάχῃ, Ν. 713, Ο. 727, κτλ. 2) [[μένω]], [[βραδύνω]], μετόπισθεν μιμνέτω, ὥς κεν Ζ. 69, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[διαμένω]] σόα μ. Ὀδ. Ν. 364· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κλέος]]... μίμνεται ἀθάνατον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 265. 4) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ὑπολείπομαι, [[παραμένω]] διά τινα, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, πρβλ. 154. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[περιμένω]] τινά, [[περιμένω]] τὴν ἐπίθεσιν [[αὐτοῦ]], οὐδ’ ἄρα μιν μίμνον Ἰλ. Ε. 94, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα, περιμένει [[πάθημα]] τὸν πράξαντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149. 2) ἐπὶ χρόνου, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν Ἰλ. Ι. 662, κτλ.· πλόον ὡραῖον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 628.
|lstext='''μίμνω''': σχηματισθὲν κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ [[μένω]] (δηλ. μιμένω, πρβλ. γίγνομαι, πίπτω), καὶ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[μένω]], [[ὁσάκις]] ἡ πρώτη συλλαβὴ ἔδει νὰ ᾖ μακρά· διὸ εὕρηται μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· μιμνόντεσσι, Ἐπικ. δοτ. πληθυντ. μετοχ. ἀντὶ μίμνουσι, Ἰλ. Β. 296. Μένω, [[μένω]] σταθερὸς ἐν τῇ μάχῃ, Ν. 713, Ο. 727, κτλ. 2) [[μένω]], [[βραδύνω]], μετόπισθεν μιμνέτω, ὥς κεν Ζ. 69, κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[διαμένω]] σόα μ. Ὀδ. Ν. 364· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[κλέος]]... μίμνεται ἀθάνατον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 265. 4) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ὑπολείπομαι, [[παραμένω]] διά τινα, ἐμοὶ δὲ μ. σχισμὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, πρβλ. 154. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[περιμένω]] τινά, [[περιμένω]] τὴν ἐπίθεσιν [[αὐτοῦ]], οὐδ’ ἄρα μιν μίμνον Ἰλ. Ε. 94, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., μίμνει παθεῖν τὸν ἔρξαντα, περιμένει [[πάθημα]] τὸν πράξαντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149. 2) ἐπὶ χρόνου, ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν Ἰλ. Ι. 662, κτλ.· πλόον ὡραῖον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 628.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> <i>intr.</i><br /><b>1</b> rester à la même place;<br /><b>2</b> durer, persévérer, continuer;<br /><b>3</b> <i>avec un suj. de chose</i> μίμνει τινί [[τι]] ESCHL il reste qch à qqn ; <i>avec un inf. pour suj.</i> il reste à, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> <i>tr.</i> attendre, acc. ; <i>particul.</i> attendre de pied ferme, affronter, braver, acc..<br />'''Étymologie:''' p. *μιμένω, de la R. Μεν avec redoubl. ; cf. [[μένω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth