Anonymous

μειδάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] = [[μειδιάω]], lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. [[σαρδάνιος]]; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. [[μειδιάω]]. Von [[γελάω]] wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, [[μειδάω]] das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] = [[μειδιάω]], lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. [[σαρδάνιος]]; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. [[μειδιάω]]. Von [[γελάω]] wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, [[μειδάω]] das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao. poét.</i> μείδησα;<br />sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment <i>ou</i> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. <i>skr.</i> Smi &gt; smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. <i>lat.</i> mirus, miror.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μειδάω''': μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον [[ἁπλῶς]] τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», [[ὥστε]] ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = [[μείδημα]]· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― [[ὥστε]] ἡ Ἑλλην. [[ῥίζα]] ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ Λατ. mir-us, mi-ror).
|lstext='''μειδάω''': μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, [[ὅπερ]] [[ὅμως]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ [[εἶναι]] ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον [[ἁπλῶς]] τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», [[ὥστε]] ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = [[μείδημα]]· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― [[ὥστε]] ἡ Ἑλλην. [[ῥίζα]] ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] τὸ Λατ. mir-us, mi-ror).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao. poét.</i> μείδησα;<br />sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment <i>ou</i> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. <i>skr.</i> Smi &gt; smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. <i>lat.</i> mirus, miror.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth