Anonymous

καλλιγύναιξ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1309.png Seite 1309]] αικος, im nom. nur E. M., reich an schönen Frauen; Ἑλλάδα καλλιγύναικα Il. 2, 683; Ἀχαιΐδα 3, 75; Σπάρτην Od. 13, 412; καλλιγύναικι πάτρᾳ Pind. P. 9, 77; gen., Sapph. bei Ath. 599 d; sp. D., wie Coluth. 727, im acc.
}}
{{bailly
|btext=αικος (ὁ, ἡ)<br />riche en belles femmes (pays).<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γυνή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιγύναιξ''': ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. [[ἀγύναιξ]].
|lstext='''καλλιγύναιξ''': ῠ, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίας γυναῖκας, ποιητ. λέξ., ἐν χρήσει μόνον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 659)· ὁ Ὅμ. ἔχει Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Ἀχαιΐδα κ., Σπάρτην κ. ἐν Ἰλ. Β. 683., Γ. 75, Ὀδ. Ν. 412· ἡ Σαπφὼ ἐν 135 ἔχει τὴν γενικὴν καὶ ὁ Πίνδ. ἐν Π. 9. 131 τὴν δοτ. ― Πρβλ. [[ἀγύναιξ]].
}}
{{bailly
|btext=αικος (ὁ, ἡ)<br />riche en belles femmes (pays).<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[γυνή]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater