Anonymous

κυάνεος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1521.png Seite 1521]] zsgz. [[κυανοῦς]], ῆ, οῦν, [[dunkelblau]], [[schwarzblau]], übh. dunkelfarbig; von der dunkelschillernden Farbe des Drachen, Il. 11, 38; Hes. Sc. 166; Aesch. Pers. 81; [[νεφέλη]], [[νέφος]], Il. 5, 345. 23, 188 u. öfter; ähnl. κυάνεαι φάλαγγες, dichtgedrängte, schwarze Heerhaufen, 4, 282, vgl. κυάνεον Τρώων [[νέφος]] 16, 66; von den Augenbrauen des Zeus, 17, 209; Hes. Sc. 7; vom Barthaare, Od. 7, 176; Κῆρες, die finstern, schwarzen, d. h. furchtbaren Keren, Hes. O. 249; λόχμαι, Pind. Ol. 6, 40; das Meer, Eur. I. T. 7; das Meerschiff, Troad. 1094; – [[χρῶμα]], Plat. Tim. 68 c; Arist. H. A. 6, 11, [[θάλασσα]], probl. 37, 26. – Über die [[Κυάνεαι]] πέτραι s. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1521.png Seite 1521]] zsgz. [[κυανοῦς]], ῆ, οῦν, [[dunkelblau]], [[schwarzblau]], übh. dunkelfarbig; von der dunkelschillernden Farbe des Drachen, Il. 11, 38; Hes. Sc. 166; Aesch. Pers. 81; [[νεφέλη]], [[νέφος]], Il. 5, 345. 23, 188 u. öfter; ähnl. κυάνεαι φάλαγγες, dichtgedrängte, schwarze Heerhaufen, 4, 282, vgl. κυάνεον Τρώων [[νέφος]] 16, 66; von den Augenbrauen des Zeus, 17, 209; Hes. Sc. 7; vom Barthaare, Od. 7, 176; Κῆρες, die finstern, schwarzen, d. h. furchtbaren Keren, Hes. O. 249; λόχμαι, Pind. Ol. 6, 40; das Meer, Eur. I. T. 7; das Meerschiff, Troad. 1094; – [[χρῶμα]], Plat. Tim. 68 c; Arist. H. A. 6, 11, [[θάλασσα]], probl. 37, 26. – Über die [[Κυάνεαι]] πέτραι s. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=έα, εον;<br /><b>1</b> d'un bleu sombre;<br /><b>2</b> sombre, noir.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]] ; v. [[Κυάνεαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κυάνεος''': -α, -ον, συνῃρ. [[κυανοῦς]], ῆ, οῦν, Πλάτ. καὶ [[ἴσως]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 81· ([[κύανος]])· ― [[κυρίως]], τὸ [[χρῶμα]] [[κυανοῦς]], βαθὺς [[κυανοῦς]] («μπλὲ») ἢ ἔχων [[χρῶμα]] ἀποστίλβον, ὡς τὸ τοῦ ὄφεως (ἴδε [[κύανος]]), Ἰλ. Λ. 26, 38, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 167· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Σιμων. 21· ἐπὶ τῆς ἁλκυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δελφῖνος, [[αὐτόθι]] 6. 12, 3· ἐπὶ τῆς βαθείας θαλάσσης, Σιμων. 18, Εὐρ. Ι. Τ. 7· πρβλ. [[κυανοειδής]]· ― ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], ἐπὶ τῆς πενθίμου καλύπτρας τῆς Θέτιδος, Ἰλ. Ω. 93 (πρβλ. [[κυανόπεπλος]])· ἐπὶ νεφῶν, Ε. 345., Υ. 418, Ὀδ. Μ. 75· ἐπὶ τῶν ὀφρύων τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 528., Ρ. 209· ἐπὶ τῆς [[κόμης]] τοῦ Ἕκτορος, Υ. 401· ἐπὶ τοῦ πώγωνος τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Π. 176 (πρβλ. [[κυανοχαίτης]])· ἐπὶ τῆς χροιᾶς τῶν Αἰθιόπων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 525· ἐπὶ τῆς ἄμμου τῆς φαινομένης, ἐν τῷ πυθμένι τῆς θαλάσσης, ὅτε ἡ [[Χάρυβδις]] ἐρρόφει τὸ [[ὕδωρ]], Ὀδ. Μ. 242· κυανέη [[κάπετος]], σκοτεινὸν κοῖλον [[ὄρυγμα]], βαθεῖα [[τάφρος]], Ἰλ. Σ. 564, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 69· κυάνεαι φάλαγγες, ἀμαυρὰ πλήθη πολεμιστῶν, Ἰλ. Δ. 282· κυάνεον Τρώων [[νέφος]] Π. 66· μεταφ., Κῆρες κυάνεαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 249· οὕτω [[μετέπειτα]], κ. [[δνόφος]] Σιμων. 50. 8· λόχμαι Πινδ. Ο. 6. 69· ἅλς Εὐρ. Ι. Τ. 7, κτλ.· Ἄιδης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1046. 84. ― Πρβλ. Γλάδστωνος Hom. Stud. 3. 462 κἐφ. ῡ μόνον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.
|lstext='''κυάνεος''': -α, -ον, συνῃρ. [[κυανοῦς]], ῆ, οῦν, Πλάτ. καὶ [[ἴσως]] ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 81· ([[κύανος]])· ― [[κυρίως]], τὸ [[χρῶμα]] [[κυανοῦς]], βαθὺς [[κυανοῦς]] («μπλὲ») ἢ ἔχων [[χρῶμα]] ἀποστίλβον, ὡς τὸ τοῦ ὄφεως (ἴδε [[κύανος]]), Ἰλ. Λ. 26, 38, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 167· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, Σιμων. 21· ἐπὶ τῆς ἁλκυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 1· ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δελφῖνος, [[αὐτόθι]] 6. 12, 3· ἐπὶ τῆς βαθείας θαλάσσης, Σιμων. 18, Εὐρ. Ι. Τ. 7· πρβλ. [[κυανοειδής]]· ― ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], ἐπὶ τῆς πενθίμου καλύπτρας τῆς Θέτιδος, Ἰλ. Ω. 93 (πρβλ. [[κυανόπεπλος]])· ἐπὶ νεφῶν, Ε. 345., Υ. 418, Ὀδ. Μ. 75· ἐπὶ τῶν ὀφρύων τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Α. 528., Ρ. 209· ἐπὶ τῆς [[κόμης]] τοῦ Ἕκτορος, Υ. 401· ἐπὶ τοῦ πώγωνος τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Π. 176 (πρβλ. [[κυανοχαίτης]])· ἐπὶ τῆς χροιᾶς τῶν Αἰθιόπων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 525· ἐπὶ τῆς ἄμμου τῆς φαινομένης, ἐν τῷ πυθμένι τῆς θαλάσσης, ὅτε ἡ [[Χάρυβδις]] ἐρρόφει τὸ [[ὕδωρ]], Ὀδ. Μ. 242· κυανέη [[κάπετος]], σκοτεινὸν κοῖλον [[ὄρυγμα]], βαθεῖα [[τάφρος]], Ἰλ. Σ. 564, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 69· κυάνεαι φάλαγγες, ἀμαυρὰ πλήθη πολεμιστῶν, Ἰλ. Δ. 282· κυάνεον Τρώων [[νέφος]] Π. 66· μεταφ., Κῆρες κυάνεαι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 249· οὕτω [[μετέπειτα]], κ. [[δνόφος]] Σιμων. 50. 8· λόχμαι Πινδ. Ο. 6. 69· ἅλς Εὐρ. Ι. Τ. 7, κτλ.· Ἄιδης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1046. 84. ― Πρβλ. Γλάδστωνος Hom. Stud. 3. 462 κἐφ. ῡ μόνον [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικῷ στίχῳ, Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=έα, εον;<br /><b>1</b> d'un bleu sombre;<br /><b>2</b> sombre, noir.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]] ; v. [[Κυάνεαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth