Anonymous

λῶμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch [[ἐπίβλημα]] erkl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0076.png Seite 76]] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch [[ἐπίβλημα]] erkl.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />frange <i>ou</i> lisière, bordure d'un vêtement.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῶμα''': τό, τὸ [[κράσπεδον]], ἡ ᾤα, ἡ [[ἄκρα]] τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λῶμα]]· [[ῥαφή]], [[κλωσμός]], ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― [[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «[[λῶμα]] τὸ [[γυναικεῖον]], ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ [[ὄχθοιβος]]) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου [[ἐπίβλημα]] ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»· ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.
|lstext='''λῶμα''': τό, τὸ [[κράσπεδον]], ἡ ᾤα, ἡ [[ἄκρα]] τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λῶμα]]· [[ῥαφή]], [[κλωσμός]], ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― [[Κατὰ]] τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «[[λῶμα]] τὸ [[γυναικεῖον]], ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ [[ὄχθοιβος]]) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου [[ἐπίβλημα]] ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»· ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />frange <i>ou</i> lisière, bordure d'un vêtement.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{grml
{{grml