Anonymous

μύωψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; [[βοηλάτης]], Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2)[[Stachel]], [[Sporn]], ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' [[ἐναιμήεντα]] διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. [[kurzsichtig]], der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; [[βοηλάτης]], Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2)[[Stachel]], [[Sporn]], ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' [[ἐναιμήεντα]] διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. [[kurzsichtig]], der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ) :<br />taon, mouche qui pique les chevaux et les bœufs, <i>insecte ; p. anal.</i> éperon <i>ou</i> aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[μύω]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα [[ὅπως]] ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ [[μακράν]], «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. [[μυωπός]]. ΙΙ. οὐσ., [[μύωψ]], ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) [[κέντρον]], [[πτερνιστήρ]], Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· [[βούκεντρον]], Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς [[δάκτυλος]], παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) [[φυτόν]] τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.]
|lstext='''μύωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα [[ὅπως]] ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ [[μακράν]], «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. [[μυωπός]]. ΙΙ. οὐσ., [[μύωψ]], ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) [[κέντρον]], [[πτερνιστήρ]], Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· [[βούκεντρον]], Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς [[δάκτυλος]], παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) [[φυτόν]] τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.]
}}
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ) :<br />taon, mouche qui pique les chevaux et les bœufs, <i>insecte ; p. anal.</i> éperon <i>ou</i> aiguillon.<br />'''Étymologie:''' [[μύω]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml