Anonymous

μνησικακέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0195.png Seite 195]] des erlittenen Bösen eingedenk sein, Her. 8, 29; bes. bei Beilegung politischer Streitigkeiten und Rückführung von Verbannten üblich, [[μηδέν]], Thuc. 4, 74. 8, 73; [[σίγα]] μὴ μνησικακήσῃς, Ar. Plut. 590, vgl. Nubb. 986; μὴ μνησικακήσῃς, εἰ Φυλὴν κατέλαβες, Plut. 1146, auf die bekannte, von Thrasybul nach der Verjagung der dreißig Männer veranlaßte Amnestie gehend, daß die siegende Partei des ihr in der vorigen Zeit angethanen Leides nicht gedenken wolle; τινός, Antiph. 2 α 6; τινί, φράσω γὰρ [[οὔτι]] μνησικακεῖν βουλόμενος ὑμῖν, Plat. Lgg. IV, 706 a; Andoc. 1, 90; Lys. 18, 19; ἔδοξε μὴ μνησικακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων, Andoc. 1, 81, wie Xen. μὴ μνησικακήσειν τὸν [[βασιλέα]] αὐτοῖς τῆς σὺν Κύρῳ ἐπιστρατείας, An. 2, 4, 1; Dem. 18, 96; [[πρός]] τινα, ih. 101, [[περί]] τινος, Isocr. 14, 14; absol., Xen. Hell. 2, 4, 30, Dem. 59, 46 u. öfter, wie auch Sp., z. B. Luc. Nigr. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0195.png Seite 195]] des erlittenen Bösen eingedenk sein, Her. 8, 29; bes. bei Beilegung politischer Streitigkeiten und Rückführung von Verbannten üblich, [[μηδέν]], Thuc. 4, 74. 8, 73; [[σίγα]] μὴ μνησικακήσῃς, Ar. Plut. 590, vgl. Nubb. 986; μὴ μνησικακήσῃς, εἰ Φυλὴν κατέλαβες, Plut. 1146, auf die bekannte, von Thrasybul nach der Verjagung der dreißig Männer veranlaßte Amnestie gehend, daß die siegende Partei des ihr in der vorigen Zeit angethanen Leides nicht gedenken wolle; τινός, Antiph. 2 α 6; τινί, φράσω γὰρ [[οὔτι]] μνησικακεῖν βουλόμενος ὑμῖν, Plat. Lgg. IV, 706 a; Andoc. 1, 90; Lys. 18, 19; ἔδοξε μὴ μνησικακεῖν ἀλλήλοις τῶν γεγενημένων, Andoc. 1, 81, wie Xen. μὴ μνησικακήσειν τὸν [[βασιλέα]] αὐτοῖς τῆς σὺν Κύρῳ ἐπιστρατείας, An. 2, 4, 1; Dem. 18, 96; [[πρός]] τινα, ih. 101, [[περί]] τινος, Isocr. 14, 14; absol., Xen. Hell. 2, 4, 30, Dem. 59, 46 u. öfter, wie auch Sp., z. B. Luc. Nigr. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μνησικακήσω, <i>ao.</i> ἐμνησικάκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> conserver du ressentiment, garder rancune : τινί, [[πρός]] τινα à qqn, en vouloir à qqn ; τινός, [[περί]] τινος pour qch ; τινί τινος <i>ou</i> τινί [[τι]] en vouloir à qqn pour qch;<br /><b>2</b> exercer des représailles <i>en parl. des querelles politiques</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μνησίκακος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μνησῐκᾰκέω''': ἐνθυμοῦμαι ἀδικήματα ἢ κακὰ ἃ [[ἔπαθον]] [[παρά]] τινος, Ἡρόδ. 8. 29, Ἀριστοφ. Λυσ. 590, Δημ. 258. 12· ἰδίως ἐπὶ πολιτικῶν φατριῶν, Λυσ. 151. 5, κτλ.· οὐ μνησικακῶ, δὲν μνησικακῶ, κηρύττω ἀμνησίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 1146, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 43, καὶ Ρήτορ., πρβλ. ἰδίως Δημ. 685. 7· - Συντάσσεται, μετὰ γεν. πράγμ., Ἀντιφῶν 115. 26· μετὰ δοτ. προσ., Θουκ. 8. 73, Ἀνδοκ. 12. 40, Λυσ. 184. 2· μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., μ. τινί τινος, [[τρέφω]] [[πάθος]] μνησικακίας [[ἐναντίον]] τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], παρ’ Ἀνδοκ. 115, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· καί, μν. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 299Β. κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, μνείαν ποιοῦμαι τῶν δεινῶν τοῦ γήρατος περιγελῶ τινα διὰ τὸ γῆράς του, μηδ’ Ἰαπετὸν καλέσαντα μνησικακῆσαι τὴν ἡλικίαν Ἀριστοφ. Νεφ. 999.
|lstext='''μνησῐκᾰκέω''': ἐνθυμοῦμαι ἀδικήματα ἢ κακὰ ἃ [[ἔπαθον]] [[παρά]] τινος, Ἡρόδ. 8. 29, Ἀριστοφ. Λυσ. 590, Δημ. 258. 12· ἰδίως ἐπὶ πολιτικῶν φατριῶν, Λυσ. 151. 5, κτλ.· οὐ μνησικακῶ, δὲν μνησικακῶ, κηρύττω ἀμνησίαν, Ἀριστοφ. Πλ. 1146, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 43, καὶ Ρήτορ., πρβλ. ἰδίως Δημ. 685. 7· - Συντάσσεται, μετὰ γεν. πράγμ., Ἀντιφῶν 115. 26· μετὰ δοτ. προσ., Θουκ. 8. 73, Ἀνδοκ. 12. 40, Λυσ. 184. 2· μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., μ. τινί τινος, [[τρέφω]] [[πάθος]] μνησικακίας [[ἐναντίον]] τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], παρ’ Ἀνδοκ. 115, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1· καί, μν. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 299Β. κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., τὴν ἡλικίαν μνησικακῶ, μνείαν ποιοῦμαι τῶν δεινῶν τοῦ γήρατος περιγελῶ τινα διὰ τὸ γῆράς του, μηδ’ Ἰαπετὸν καλέσαντα μνησικακῆσαι τὴν ἡλικίαν Ἀριστοφ. Νεφ. 999.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μνησικακήσω, <i>ao.</i> ἐμνησικάκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> conserver du ressentiment, garder rancune : τινί, [[πρός]] τινα à qqn, en vouloir à qqn ; τινός, [[περί]] τινος pour qch ; τινί τινος <i>ou</i> τινί [[τι]] en vouloir à qqn pour qch;<br /><b>2</b> exercer des représailles <i>en parl. des querelles politiques</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μνησίκακος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm