Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νειός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ἡ, eigtl. ion. = [[νέος]], sc. γῆ, wie auch Hes. sagt νειὸν ἄρουραν σπείρειν, O. 465, die [[Brache]], das Land, welches eine Weile unbenutzt gelegen hat u. neu aufgebrochen, frisch gepflügt wird, novale, νειὸν μαλακὴν τρίπολον, Il. 18, 541, weiches, dreimal gepflügtes Brachland; βαθεῖα, 10, 353. 18, 547 u. öfter; Hes. Th. 971; auch Theophr.; D. Hal. 10, 17 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0237.png Seite 237]] ἡ, eigtl. ion. = [[νέος]], sc. γῆ, wie auch Hes. sagt νειὸν ἄρουραν σπείρειν, O. 465, die [[Brache]], das Land, welches eine Weile unbenutzt gelegen hat u. neu aufgebrochen, frisch gepflügt wird, novale, νειὸν μαλακὴν τρίπολον, Il. 18, 541, weiches, dreimal gepflügtes Brachland; βαθεῖα, 10, 353. 18, 547 u. öfter; Hes. Th. 971; auch Theophr.; D. Hal. 10, 17 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. f.</i><br />renouvelé, <i>particul.</i> nouvellement façonné <i>ou</i> labouré ; ἡ [[νειός]] ([[γῆ]]) terre nouvellement labourée en jachère.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεατός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νειός''': ἡ, Λατ. novale, νέα γῆ, δηλ. [[χωράφιον]] ἐκ νέου ἀροθὲν ἀφ’ οὗ ἔμεινεν ἐπὶ χρόνον τινὰ ἀγεώργητον, «νειάμα», νειοῖο βαθείης Ἰλ. Κ. 353· νειὸς [[τρίπολος]], τρὶς ἀροθεὶς [[νειός]], [[τρεῖς]] φορὰς ἀροτριασθὲν «νειάμα», Σ. 541, Ὀδ. Ε. 127, Ἡσ. Θ. 971, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 2· [[ὡσαύτως]] νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν καὶ ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461· ― ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἕνα ἐνιαυτόν... [[ἀνάγκη]] διαλείπειν καὶ ποιεῖν [[ὥσπερ]] νειὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 16· ― παρ’ Ἀττ. καὶ νεός, ἡ, Ξεν. Οἰκ. 16, 10, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7 (κοινῶς νέαις), 4. 8, 3 (κοινῶς τοὺς νέους)· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νειός]]· [[κυρίως]] μὲν ἡ νεωστὶ μεταβεβλημένη γῆ, τουτέστιν ἠροτριαμένη· νέα γὰρ φαίνεται» κτλ.
|lstext='''νειός''': ἡ, Λατ. novale, νέα γῆ, δηλ. [[χωράφιον]] ἐκ νέου ἀροθὲν ἀφ’ οὗ ἔμεινεν ἐπὶ χρόνον τινὰ ἀγεώργητον, «νειάμα», νειοῖο βαθείης Ἰλ. Κ. 353· νειὸς [[τρίπολος]], τρὶς ἀροθεὶς [[νειός]], [[τρεῖς]] φορὰς ἀροτριασθὲν «νειάμα», Σ. 541, Ὀδ. Ε. 127, Ἡσ. Θ. 971, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 2· [[ὡσαύτως]] νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν καὶ ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461· ― ἐπὶ θηλείας ἵππου, ἕνα ἐνιαυτόν... [[ἀνάγκη]] διαλείπειν καὶ ποιεῖν [[ὥσπερ]] νειὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 16· ― παρ’ Ἀττ. καὶ νεός, ἡ, Ξεν. Οἰκ. 16, 10, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 7 (κοινῶς νέαις), 4. 8, 3 (κοινῶς τοὺς νέους)· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νειός]]· [[κυρίως]] μὲν ἡ νεωστὶ μεταβεβλημένη γῆ, τουτέστιν ἠροτριαμένη· νέα γὰρ φαίνεται» κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. f.</i><br />renouvelé, <i>particul.</i> nouvellement façonné <i>ou</i> labouré ; ἡ [[νειός]] ([[γῆ]]) terre nouvellement labourée en jachère.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεατός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth