3,274,917
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben [[κλάδος]] u. [[φιτρός]] genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς [[ἀκέων]] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες [[φυτόν]], wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), [[οὐκέτι]] – [[πέρδιξ]], πλεκτὸς λεπ ταλέαις [[οἶκος]] ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, [[λύγος]], [[ἀρχαῖον]] Καρῶν [[στέφος]], Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῦταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ [[λύγος]] bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. [[στρεβλωτήριον]] [[ὄργανον]], eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ [[λύγος]] nach E. M. = [[σκότος]]. Vgl. [[λύγη]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] ἡ, selten ὁ, jeder junge, biegsame, zum Flechten geeignete Zweig, neben [[κλάδος]] u. [[φιτρός]] genannt, Arist. plant. 1, 4; τοὺς [[ἀκέων]] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισιν Od. 9, 427, wo der Schol. erkl. ἱμαντῶδες [[φυτόν]], wie ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε 10, 166; aber Il. 11, 105, δίδη μόσχοισι λύγοισι, scheint es adj., biegsam, zu sein; und sonst bei Sp., vgl. Agath. 85 (VII, 204), [[οὐκέτι]] – [[πέρδιξ]], πλεκτὸς λεπ ταλέαις [[οἶκος]] ἔχει σε λύγοις, ein geflochtener Käfig. – Schol. Plat. Rep. III, 143 erkl. μάστιγες; vgl. Suid. – Zu Kränzen gebraucht, [[λύγος]], [[ἀρχαῖον]] Καρῶν [[στέφος]], Nicaenet. bei Ath. XV, 673 b, wo auch aus Anacr. angeführt ist στεφανοῦταί τε λύγῳ. – Nach Schol. Od. a. a. O. war ὁ [[λύγος]] bei den Attikern = ἅγνος, eine bestimmte Weidenart. – Λυγός aber ist nach Hesych. [[στρεβλωτήριον]] [[ὄργανον]], eine Schraube der Tischler, geleimtes Holz darein zu spannen. – Und τὸ [[λύγος]] nach E. M. = [[σκότος]]. Vgl. [[λύγη]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> osier <i>ou</i> gatilier (vitex agnus castus), <i>plante</i>;<br /><b>2</b> <i>adj.</i> souple comme l'osier, flexible.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>lit.</i> lugnas « flexible, souple », <i>all.</i> Locke « boucle ». | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύγος''': [ῠ], ἡ, καὶ ὁ, Λόγγος 3. 27, = τῷ μεταγεν. [[ἄγνος]], vitex agnus ἢ agnus castus, [[δένδρον]] ἢ [[θάμνος]] πρὸς ἰτέαν [[ὅμοιος]], «λυγαρ~ιά»· ἐν τῷ πληθ., οἱ κλῶνες αὐτῆς, Λατ. vimina, τοὺς [τράγους] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Ὀδ. Ι. 427, πρβλ. Κ. 166, Εὐρ. Κύκλ. 225, κτλ.· ἐν τῷ: δίδη μόσχοισι λύγοισι Ἰλ. Λ. 105, τὸ λύγοισι δηλοῖ τὸ [[εἶδος]], τὸ δὲ μόσχοισι τὸ γένος (ὡς ἐν τοῖς: σῦς [[κάπρος]], ἴρηξ [[κίρκος]], κτλ.)· λ. καὶ κλάδοι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 3, κτλ.· - ἦτο [[προσέτι]] ἐν χρήσει καὶ ἐν τῇ κατασκευῇ στεφάνων, στεφανοῦται λύγῳ Ἀνακρ. 41, πρβλ. Ἀθήν. 671F· καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λύγινος]]. ΙΙ. = [[στρέβλη]], «καλιάγρα», πιεστήριον, ἐν χρήσει παρὰ λεπτουργοῖς, Ἡσύχ. (Ἐντεῦθεν παράγονται τα [[λυγίζω]], [[λυγόω]]· πρβλ. Σανσκρ. ling, lingâmi ([[flecto]])· Λατ. [[ligare]], [[lictor]], [[ἴσως]] καὶ [[lucta]]). | |lstext='''λύγος''': [ῠ], ἡ, καὶ ὁ, Λόγγος 3. 27, = τῷ μεταγεν. [[ἄγνος]], vitex agnus ἢ agnus castus, [[δένδρον]] ἢ [[θάμνος]] πρὸς ἰτέαν [[ὅμοιος]], «λυγαρ~ιά»· ἐν τῷ πληθ., οἱ κλῶνες αὐτῆς, Λατ. vimina, τοὺς [τράγους] συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι Ὀδ. Ι. 427, πρβλ. Κ. 166, Εὐρ. Κύκλ. 225, κτλ.· ἐν τῷ: δίδη μόσχοισι λύγοισι Ἰλ. Λ. 105, τὸ λύγοισι δηλοῖ τὸ [[εἶδος]], τὸ δὲ μόσχοισι τὸ γένος (ὡς ἐν τοῖς: σῦς [[κάπρος]], ἴρηξ [[κίρκος]], κτλ.)· λ. καὶ κλάδοι Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 3, 3, κτλ.· - ἦτο [[προσέτι]] ἐν χρήσει καὶ ἐν τῇ κατασκευῇ στεφάνων, στεφανοῦται λύγῳ Ἀνακρ. 41, πρβλ. Ἀθήν. 671F· καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[λύγινος]]. ΙΙ. = [[στρέβλη]], «καλιάγρα», πιεστήριον, ἐν χρήσει παρὰ λεπτουργοῖς, Ἡσύχ. (Ἐντεῦθεν παράγονται τα [[λυγίζω]], [[λυγόω]]· πρβλ. Σανσκρ. ling, lingâmi ([[flecto]])· Λατ. [[ligare]], [[lictor]], [[ἴσως]] καὶ [[lucta]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |