Anonymous

κύρτος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1538.png Seite 1538]] ὁ, eigtl. alles [[aus Binsen Geflochtene]]; bes. [[Fischerreuse]], [[ἀγγεῖον]] σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχθύων [[κύρτος]] Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι [[κύρτος]] αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = [[Käfig]], Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς [[ψιττακός]] Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. [[κύρτη]] und [[κυρτός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1538.png Seite 1538]] ὁ, eigtl. alles [[aus Binsen Geflochtene]]; bes. [[Fischerreuse]], [[ἀγγεῖον]] σχοινῶδες, ᾧ οἱ ἁλιεῖς χρῶνται, Hesych., wie Schol. Il. 2, 218 u. Tim. lex. Plat.; Plat. vrbt κύρτους καὶ δίκτυα, Soph. 200 c; τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι Tim. 79 d, vgl. Legg. VII, 823 e; Sp., ἰχθύων [[κύρτος]] Anacr. 56, 27; καὶ τῶν κύρτων τὸ ἀδιέξοδον Luc. de merc. cond. 3; Zenob. 4, 8 sprichwörtlich εὕδοντι [[κύρτος]] αἱρεῖ, denn Nachts singen sich darin die Fische. – Auch = [[Käfig]], Vogelbauer, κύρτον λυγοτευχέα ἀφεὶς [[ψιττακός]] Crinag. 27 (IX, 562). – Vgl. [[κύρτη]] und [[κυρτός]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />nasse de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[κυρτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύρτος''': ὁ, = [[κύρτη]], Σαπφὼ 139, Πλάτ. Σοφιστ. 220C· τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· [[μήτε]] ἐγρηγορόσιν [[μήτε]] εὕδουσι κ., μὲ ἁλιευτικοὺς καλάθους ἀγρεύοντας ἡμέραν καὶ νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823Ε· κύρτῳ θηρεύειν τούς ἰχθῦς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4, κτλ. 2) [[κλωβίον]] πτηνοῦ, Λατ. cavea, λυγοτευχὴς Ἀνθ. Π. 9. 562.
|lstext='''κύρτος''': ὁ, = [[κύρτη]], Σαπφὼ 139, Πλάτ. Σοφιστ. 220C· τῷ τοῦ κύρτου πλέγματι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 79D· [[μήτε]] ἐγρηγορόσιν [[μήτε]] εὕδουσι κ., μὲ ἁλιευτικοὺς καλάθους ἀγρεύοντας ἡμέραν καὶ νύκτα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823Ε· κύρτῳ θηρεύειν τούς ἰχθῦς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 4, κτλ. 2) [[κλωβίον]] πτηνοῦ, Λατ. cavea, λυγοτευχὴς Ἀνθ. Π. 9. 562.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />nasse de pêcheur.<br />'''Étymologie:''' [[κυρτός]].
}}
}}
{{grml
{{grml