Anonymous

μηχανικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> ὁ) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. [[τέχνη]], die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0181.png Seite 181]] erfinderisch; vom Feldherrn, Xen. Mem. 3, 1, 6. 4, 7, 1; geschickt, kunstreich, Sp.; Maschinen betreffend, ἡ μηχανική, sc. [[τέχνη]], die Maschinenkunst, die Kunst durch Benutzung der Naturkräfte Maschinen zusammenzusetzen; auch ὄργανα μηχανικά, D. Sic. 17, 98.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />industrieux, habile à travailler, <i>gén;<br />Cp.</i> μηχανικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχᾰνικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ὡς τὸ [[μηχανητικός]], Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, [[μηχανικός]], ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· [[οὕτως]], ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ [[μηχανικός]], ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.
|lstext='''μηχᾰνικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] ἐπινοιῶν, ἐφευρετικός, εὐφυής, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1, Ἑλλ. 3. 1, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Διόδ. 18. 27. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ὡς τὸ [[μηχανητικός]], Ξεν. Λακ. 2. 7, ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μηχανάς, [[μηχανικός]], ὄργανα Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 2. αἱ... κινήσεις αἱ μ. ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. ἐν τῷ προλόγῳ 9· μηχανικά, τά, ἡ [[ἐπιστήμη]] τῆς μηχανικῆς, περὶ ἧς ὁ Ἀριστ. ἔγραψε πραγματείαν· [[οὕτως]], ἡ -κὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 9, 4, Ἀνθ. Π. 9. 807· - ὁ [[μηχανικός]], ἐφευρετικός, ἐπινοῶν, Πλουτ. Περικλ. 27.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />industrieux, habile à travailler, <i>gén;<br />Cp.</i> μηχανικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[μηχανή]].
}}
}}
{{grml
{{grml