Anonymous

λιβανωτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ὁ, auch ἡ, vgl. Lob. zu Phryn. p. 187, Weihrauch, das Harz des Baumes [[λίβανος]], das als Räucherwerk beim Opfer gebraucht wurde, Her. 2, 86. 4, 107. 6, 97; λιβανωτὸν δεῦρό τις καὶ πῦρ δότω, [[ὅπως]] ἂν εὔξωμαι, Ar. Ran. 871; λιβανωτὸν ἐπιτιθέναι ὑπὲρ ἑαυτῶν, Antiph. 1, 18; Plat. Legg. VIII, 847 b; Theophr. u. A.; – [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ heißt er, wenn er in kleinen Stücken ist, [[μάννα]] λιβανωτοῦ ganz zerrieben. – Auch der Ort, wo Weihrauch verkauft wird, Eupol. bei Poll. 9, 47; vgl. Chamaeleon bei Ath. IX, 374 b. – Im N. T. Rauchfaß.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] ὁ, auch ἡ, vgl. Lob. zu Phryn. p. 187, Weihrauch, das Harz des Baumes [[λίβανος]], das als Räucherwerk beim Opfer gebraucht wurde, Her. 2, 86. 4, 107. 6, 97; λιβανωτὸν δεῦρό τις καὶ πῦρ δότω, [[ὅπως]] ἂν εὔξωμαι, Ar. Ran. 871; λιβανωτὸν ἐπιτιθέναι ὑπὲρ ἑαυτῶν, Antiph. 1, 18; Plat. Legg. VIII, 847 b; Theophr. u. A.; – [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ heißt er, wenn er in kleinen Stücken ist, [[μάννα]] λιβανωτοῦ ganz zerrieben. – Auch der Ort, wo Weihrauch verkauft wird, Eupol. bei Poll. 9, 47; vgl. Chamaeleon bei Ath. IX, 374 b. – Im N. T. Rauchfaß.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />encens : [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ LUC pain d'encens.<br />'''Étymologie:''' [[λίβανος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνωτός''': -οῦ, ὁ, καὶ ἡ, Μένανδρος ἐν «Σαμίᾳ» 1 παρὰ Φρυνίχ. 187· ― ἡ [[ῥητινώδης]] [[οὐσία]] ἡ ἐκρέουσα ἐκ τοῦ δένδρου λιβάνου, «λιβάνι», [[θυμίαμα]] ἐν χρήσει πρὸς καῦσιν κατὰ τὰς θυσίας, Ξενοφάν. 1. 7 Bgk., Ἡρόδ. 1. 183., 2. 40, 86, Ἀριστοφ. Νεφ. 426, Σφ. 96, Βάτρ. 871, κτλ.· λ. ἐπιτιθέναι [[ὑπὲρ]] αὑτῶν Ἀντιφῶν 113. 24· ― καλεῖται δέ, [[ὅταν]] ἀποτελῆται ἐκ μικρῶν τεμαχίων, [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ, Λατιν. gruma ἢ grana thuris, Λουκ. Κρονοσόλων 16· τετριμμένον δὲ εἰς κόνιν, [[μάννα]] λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, πρβλ. [[λιβανομάννα]], Γεωπ. 6. 6, 1· ― τὸ ἄριστον [[εἶδος]] ἦτο ὁ λ. ἄρρην, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mascula thura, Ἀλκίφρων 2, 4, 16. ΙΙ. ἡ αγορὰ [[ἔνθα]] ἐπωλεῖτο [[λιβανωτός]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Χαμαιλέοντα παρ’ Ἀθην. 374Β. ΙΙΙ. = [[λιβανωτρίς]], Ἀποκάλ. η΄, 3 καὶ 5. (Ἴδε ἐν λ. [[κιννάμωμον]])
|lstext='''λῐβᾰνωτός''': -οῦ, ὁ, καὶ ἡ, Μένανδρος ἐν «Σαμίᾳ» 1 παρὰ Φρυνίχ. 187· ― ἡ [[ῥητινώδης]] [[οὐσία]] ἡ ἐκρέουσα ἐκ τοῦ δένδρου λιβάνου, «λιβάνι», [[θυμίαμα]] ἐν χρήσει πρὸς καῦσιν κατὰ τὰς θυσίας, Ξενοφάν. 1. 7 Bgk., Ἡρόδ. 1. 183., 2. 40, 86, Ἀριστοφ. Νεφ. 426, Σφ. 96, Βάτρ. 871, κτλ.· λ. ἐπιτιθέναι [[ὑπὲρ]] αὑτῶν Ἀντιφῶν 113. 24· ― καλεῖται δέ, [[ὅταν]] ἀποτελῆται ἐκ μικρῶν τεμαχίων, [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ, Λατιν. gruma ἢ grana thuris, Λουκ. Κρονοσόλων 16· τετριμμένον δὲ εἰς κόνιν, [[μάννα]] λιβανωτοῦ, Λατ. mica thuris, πρβλ. [[λιβανομάννα]], Γεωπ. 6. 6, 1· ― τὸ ἄριστον [[εἶδος]] ἦτο ὁ λ. ἄρρην, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mascula thura, Ἀλκίφρων 2, 4, 16. ΙΙ. ἡ αγορὰ [[ἔνθα]] ἐπωλεῖτο [[λιβανωτός]], Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 5, πρβλ. Χαμαιλέοντα παρ’ Ἀθην. 374Β. ΙΙΙ. = [[λιβανωτρίς]], Ἀποκάλ. η΄, 3 καὶ 5. (Ἴδε ἐν λ. [[κιννάμωμον]])
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />encens : [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ LUC pain d'encens.<br />'''Étymologie:''' [[λίβανος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater