Anonymous

καταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] (s. [[μίγνυμι]]), vermischen, untermischen, Ar. Lys. 580; τὴν φροντίδα εἰς τὸν ἀέρα Nubb. 229; τὴν οὐσίαν εἰς [[προῖκα]] Dem. 30, 10, öfter; ζῆλόν τινι, beibringen, Plut. Lyc. 27; οἱ δὲ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. An. 7, 2, 3, wie Plut. Cat. mai. 20; τινί τι Lycurg. 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1364.png Seite 1364]] (s. [[μίγνυμι]]), vermischen, untermischen, Ar. Lys. 580; τὴν φροντίδα εἰς τὸν ἀέρα Nubb. 229; τὴν οὐσίαν εἰς [[προῖκα]] Dem. 30, 10, öfter; ζῆλόν τινι, beibringen, Plut. Lyc. 27; οἱ δὲ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμίγνυντο Xen. An. 7, 2, 3, wie Plut. Cat. mai. 20; τινί τι Lycurg. 27.
}}
{{bailly
|btext=mêler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταμίγνυμαι se mêler, [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμίγνῡμι''': ἢ -ύω, μέλλ. -μίξω, κατὰ συγκοπὴν ποιητ. [[καμμίξας]], Ἰλ. Ω. 529.· ἑνώνω δύο ἢ πλειότερα πράγματα, μιγνύω ἐντελῶς, ἀνακατώνω, καταμιγνύντας τούς τε μετοίκους Ἀριστοφ. Λυσ. 580· τὴν φροντίδα καταμίξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα ὁ αὐτ. Νεφ. 230· τὴν οὐσίαν εἰς [[προῖκα]] Δημ. 866, 26.· πρβλ. 789, 19· συμπόταις ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 148Α, πρβλ. 648C,- Παθ., τούτοις καταμεμῖχθαι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 5· οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμιγνύοντο, μέσ. κατεμίγνυον ἑαυτούς, δηλ. ἀνεμιγνύοντο μετὰ τῶν πολιτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 3· εἰς γένος Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 20.
|lstext='''καταμίγνῡμι''': ἢ -ύω, μέλλ. -μίξω, κατὰ συγκοπὴν ποιητ. [[καμμίξας]], Ἰλ. Ω. 529.· ἑνώνω δύο ἢ πλειότερα πράγματα, μιγνύω ἐντελῶς, ἀνακατώνω, καταμιγνύντας τούς τε μετοίκους Ἀριστοφ. Λυσ. 580· τὴν φροντίδα καταμίξας… εἰς τὸν ὅμοιον ἀέρα ὁ αὐτ. Νεφ. 230· τὴν οὐσίαν εἰς [[προῖκα]] Δημ. 866, 26.· πρβλ. 789, 19· συμπόταις ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 148Α, πρβλ. 648C,- Παθ., τούτοις καταμεμῖχθαι Ἀριστ. π. Ἀναπν. 9, 5· οἱ στρατιῶται εἰς τὰς πόλεις κατεμιγνύοντο, μέσ. κατεμίγνυον ἑαυτούς, δηλ. ἀνεμιγνύοντο μετὰ τῶν πολιτῶν, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 3· εἰς γένος Πλουτ. Κάτ. Πρεσβύτ. 20.
}}
{{bailly
|btext=mêler;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταμίγνυμαι se mêler, [[εἰς]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μίγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml