Anonymous

καθοράω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] (s. [[ὁράω]]), herab-, heruntersehen, -schauen; [[Κρονίων]] ἐξ Ἴδης καθορῶν Il. 11, 337; Hom. im med., ὅςτε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται 24, 291, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν 13, 4; ἀφ' ὑψηλοτέρου Xen. Hell. 6, 2, 29; ἀπὸ τοῦ ἄκρου τὰ [[ὄπισθεν]] γιγνόμενα An. 4, 2, 15; [[ἄνωθεν]] Plat. Rep. V, 476 d; ὕψοθεν τὸν τῶν [[κάτω]] βίον Soph. 216 c; durchschauen, erkennen, Pind. P. 9, 47; τί δὲ [[μέλλω]] φρένα Δῖαν καθορᾷν; wie soll ich Zeus Rathschluß durchschauen? Aesch. Suppl. 1044; πόροι [[κατιδεῖν]] ἄφραστοι ib. 89; übh. erblicken, κατεῖ. δον δὲ πῆμ' ἄελπτον Pers. 985; τἡν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν Soph. Ant. 1206; τὴν σὴν (ὀργὴν) [[ὁμοῦ]] ναίουσαν οὐ κατεῖδες O. R. 338; ἵνα ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου Ar. Equ. 803; Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα Her. 9, 59; τί [[τοιοῦτο]] ἐν τῇ ζητήσει καθορᾷς Plat. Rep. II, 368 e; an Einem Etwas bemerken, ἐν αὐτοῖς τὸ τοιόνδε ὅτι Gorg. 457 c; τοῦτο ἐν κυσὶ κατόψει Rep. II, 376 a; c. partic., wie das simpl., ἕτερον ἡμῖν γεγονός Polit. 266 b; Sp, πέμπειν ἐκέλευεν εἰς Ἀθήνας τοὺς κατοψομένους, die es in Augenschein nehmen sollten, Plut. Them. 19. – Das med. außer Hom. noch Soph. El. 880, κατιδέσθαι Her. 5, 35. 7, 208.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] (s. [[ὁράω]]), herab-, heruntersehen, -schauen; [[Κρονίων]] ἐξ Ἴδης καθορῶν Il. 11, 337; Hom. im med., ὅςτε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται 24, 291, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν 13, 4; ἀφ' ὑψηλοτέρου Xen. Hell. 6, 2, 29; ἀπὸ τοῦ ἄκρου τὰ [[ὄπισθεν]] γιγνόμενα An. 4, 2, 15; [[ἄνωθεν]] Plat. Rep. V, 476 d; ὕψοθεν τὸν τῶν [[κάτω]] βίον Soph. 216 c; durchschauen, erkennen, Pind. P. 9, 47; τί δὲ [[μέλλω]] φρένα Δῖαν καθορᾷν; wie soll ich Zeus Rathschluß durchschauen? Aesch. Suppl. 1044; πόροι [[κατιδεῖν]] ἄφραστοι ib. 89; übh. erblicken, κατεῖ. δον δὲ πῆμ' ἄελπτον Pers. 985; τἡν μὲν κρεμαστὴν αὐχένος κατείδομεν Soph. Ant. 1206; τὴν σὴν (ὀργὴν) [[ὁμοῦ]] ναίουσαν οὐ κατεῖδες O. R. 338; ἵνα ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου Ar. Equ. 803; Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν ὄχθων οὐ κατώρα Her. 9, 59; τί [[τοιοῦτο]] ἐν τῇ ζητήσει καθορᾷς Plat. Rep. II, 368 e; an Einem Etwas bemerken, ἐν αὐτοῖς τὸ τοιόνδε ὅτι Gorg. 457 c; τοῦτο ἐν κυσὶ κατόψει Rep. II, 376 a; c. partic., wie das simpl., ἕτερον ἡμῖν γεγονός Polit. 266 b; Sp, πέμπειν ἐκέλευεν εἰς Ἀθήνας τοὺς κατοψομένους, die es in Augenschein nehmen sollten, Plut. Them. 19. – Das med. außer Hom. noch Soph. El. 880, κατιδέσθαι Her. 5, 35. 7, 208.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> [[κατόψομαι]], <i>ao.2</i> [[κατεῖδον]], <i>etc.</i><br /><b>1</b> regarder d'en haut : [[ἐπί]] τινος qch;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> examiner, observer, acc. ; remarquer, se rendre compte de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καθοράομαι]], [[καθορῶμαι]] voir d'en haut, contempler : ἐπὶ αἶαν IL la terre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθοράω''': Ἰων. κατοράω: παρατ. καθεώρων Ξεν. Κύρ. 3. 2, 10, Ἰων. γ΄ ἑνικ. κατώρα Ἡρόδ· 7. 208: πρκμ. καθεώρακα ἢ -εόρακα: μέλλ. [[κατόψομαι]]: πρκμ. κατῶμμαι Πλάτ. Πολιτ. 432Α: ἀόρ. α΄ κατώφθην ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 46Β· - περὶ τοῦ ἐνεργ. ἀορ. ἴδε [[κατεῖδον]]. Ὁρῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐξ Ἴδης καθορῶν Ἰλ. Ζ. 21, Λ. 337· ἐπί τινος Ἡρόδ. 7. 44· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Ἰλ. Ν. 4. ΙΙ. μεταβ., ὅσους ἢ ὁπόσους [[ἠέλιος]] καθορᾷ· Σόλων 14, Θέογν. 168, 850, πρβλ. 616, Ξεν. Κυρ. 3. 2, 10· [[ὑψόθεν]] τὸν τῶν [[κάτω]] βίον Πλάτ. Σοφιστ. 216C, κτλ.: - οὕτω παρ’ Ὁμ. τὸ [[μέσον]], Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Ἰλ. Ω. 291. 2) [[βλέπω]] τι εὐκρινῶς, κατώρα πᾶν μὲν οὐ τὸ [[στρατόπεδον]] Ἡρόδ. 7. 208., 9. 59, Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Πλάτ., κλ.: - Θουκ. 3. 20, 112, Πλάτ., κλ. 3) [[βλέπω]], παρατηρῶ, εὖ καθορᾷς Πινδ. Π. 9, 86, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1059· καθορᾶν τι ἔν τινι Πλάτ. Νόμ. 905Β, πρβλ. Γοργ. 457C· ἵν’ ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου, ἵνα μὴ παρτηρῇ τὰ πανοῦργα τεχνάσματά σου) ἃ πανουργεῖς = τὰ πανουργήματα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 803· [[ὡσαύτως]], κατορᾷ δὲ τὰς τρίχας τῆς οὐρῆς εἰ κατά φύσιν ἔχει πεφυκυίας, παρατηρεῖ δὲ κτλ., Ἡρόδ. 2. 38. 4) ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]], τὰ ἄλλα Ἡρόδ. 3. 17, πρβλ. 123. 5) θεωρῶ μετὰ σεβασμοῦ, [[σέβομαι]], τὸ τοῦ Θεοῦ [[κράτος]] Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 11).
|lstext='''καθοράω''': Ἰων. κατοράω: παρατ. καθεώρων Ξεν. Κύρ. 3. 2, 10, Ἰων. γ΄ ἑνικ. κατώρα Ἡρόδ· 7. 208: πρκμ. καθεώρακα ἢ -εόρακα: μέλλ. [[κατόψομαι]]: πρκμ. κατῶμμαι Πλάτ. Πολιτ. 432Α: ἀόρ. α΄ κατώφθην ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 46Β· - περὶ τοῦ ἐνεργ. ἀορ. ἴδε [[κατεῖδον]]. Ὁρῶ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐξ Ἴδης καθορῶν Ἰλ. Ζ. 21, Λ. 337· ἐπί τινος Ἡρόδ. 7. 44· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Ἰλ. Ν. 4. ΙΙ. μεταβ., ὅσους ἢ ὁπόσους [[ἠέλιος]] καθορᾷ· Σόλων 14, Θέογν. 168, 850, πρβλ. 616, Ξεν. Κυρ. 3. 2, 10· [[ὑψόθεν]] τὸν τῶν [[κάτω]] βίον Πλάτ. Σοφιστ. 216C, κτλ.: - οὕτω παρ’ Ὁμ. τὸ [[μέσον]], Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Ἰλ. Ω. 291. 2) [[βλέπω]] τι εὐκρινῶς, κατώρα πᾶν μὲν οὐ τὸ [[στρατόπεδον]] Ἡρόδ. 7. 208., 9. 59, Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Πλάτ., κλ.: - Θουκ. 3. 20, 112, Πλάτ., κλ. 3) [[βλέπω]], παρατηρῶ, εὖ καθορᾷς Πινδ. Π. 9, 86, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1059· καθορᾶν τι ἔν τινι Πλάτ. Νόμ. 905Β, πρβλ. Γοργ. 457C· ἵν’ ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου, ἵνα μὴ παρτηρῇ τὰ πανοῦργα τεχνάσματά σου) ἃ πανουργεῖς = τὰ πανουργήματα), Ἀριστοφ. Ἱππ. 803· [[ὡσαύτως]], κατορᾷ δὲ τὰς τρίχας τῆς οὐρῆς εἰ κατά φύσιν ἔχει πεφυκυίας, παρατηρεῖ δὲ κτλ., Ἡρόδ. 2. 38. 4) ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]], τὰ ἄλλα Ἡρόδ. 3. 17, πρβλ. 123. 5) θεωρῶ μετὰ σεβασμοῦ, [[σέβομαι]], τὸ τοῦ Θεοῦ [[κράτος]] Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 11).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> [[κατόψομαι]], <i>ao.2</i> [[κατεῖδον]], <i>etc.</i><br /><b>1</b> regarder d'en haut : [[ἐπί]] τινος qch;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> examiner, observer, acc. ; remarquer, se rendre compte de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καθοράομαι]], [[καθορῶμαι]] voir d'en haut, contempler : ἐπὶ αἶαν IL la terre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁράω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth