Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμαρτυρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "[['" to "'[[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. [[τίς]] μου καταμαρτυρεῖ δῶρα [[λαβεῖν]]; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' [[ἀλλήλων]] καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται [[αὐτοῦ]], was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. [[τίς]] μου καταμαρτυρεῖ δῶρα [[λαβεῖν]]; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' [[ἀλλήλων]] καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται [[αὐτοῦ]], was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter témoignage contre : τινος contre qqn;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être accablé par des témoignages.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαρτυρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμαρτῠρέω''': μαρτυρῶ, [[φέρω]] μαρτυρίαν [[ἐναντίον]] τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., [[μαρτυρία]] δίδοται [[ἐναντίον]] μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ [[μαρτυρία]] ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], αὐτὸς ὁ [[βίος]] του [[εἶναι]] [[μαρτυρία]] [[ἐναντίον]] του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται [[ἐναντίον]] τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
|lstext='''καταμαρτῠρέω''': μαρτυρῶ, [[φέρω]] μαρτυρίαν [[ἐναντίον]] τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., [[μαρτυρία]] δίδοται [[ἐναντίον]] μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ [[μαρτυρία]] ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ [[ἑαυτοῦ]], αὐτὸς ὁ [[βίος]] του [[εἶναι]] [[μαρτυρία]] [[ἐναντίον]] του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται [[ἐναντίον]] τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται [[αὐτοῦ]] Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter témoignage contre : τινος contre qqn;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être accablé par des témoignages.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μαρτυρέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR