Anonymous

καταμένω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ">. δ" to ">.δ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] ff, [[μένω]]), verweilen, verbleiben; ἐνθάδ' [[αὐτοῦ]] καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] ff, [[μένω]]), verweilen, verbleiben; ἐνθάδ' [[αὐτοῦ]] καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rester, demeurer;<br /><b>2</b> se maintenir, durer ; rester dans un état, dans une condition.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μένω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμένω''': διαρκῶς [[μένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἀντίθ. τῷ [[ἀπέρχομαι]], οἱ ἀπόγονοι τῶν καταμεινάντων Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28, Θέογν. 1373, Ἡρόδ. 2. 103, 121, 4, κλ· ἐνθάδ’ [[αὐτοῦ]] κ. Ἀριστοφ. Πλ. 1187· [[ἐνταῦθα]] Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17· κ. ἐν τοῖς δήμοις Λυσ. 188. 25· [[παρά]] τινι Εὔβουλος ἐν «Δαιδ.» 1. 2) [[διαμένω]] [[στερεός]], [[διαμένω]] ἔν τινι καταστάσει, ἐν ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18· ἐπὶ τῶν αὐτῶν Γαλην. 6. 328, 13· ἀσμένως ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι καταμένουσι= προσκαρτεροῦσι, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337· ἀπολ., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, «μενούσης ἀμεταβλήτου, μονίμου καθισταμένης· [[καμμένειν]] οἱ Λάκωνες ἀντὶ τοῦ καταμένειν» Ἡσύχ.
|lstext='''καταμένω''': διαρκῶς [[μένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἀντίθ. τῷ [[ἀπέρχομαι]], οἱ ἀπόγονοι τῶν καταμεινάντων Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28, Θέογν. 1373, Ἡρόδ. 2. 103, 121, 4, κλ· ἐνθάδ’ [[αὐτοῦ]] κ. Ἀριστοφ. Πλ. 1187· [[ἐνταῦθα]] Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17· κ. ἐν τοῖς δήμοις Λυσ. 188. 25· [[παρά]] τινι Εὔβουλος ἐν «Δαιδ.» 1. 2) [[διαμένω]] [[στερεός]], [[διαμένω]] ἔν τινι καταστάσει, ἐν ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18· ἐπὶ τῶν αὐτῶν Γαλην. 6. 328, 13· ἀσμένως ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι καταμένουσι= προσκαρτεροῦσι, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337· ἀπολ., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, «μενούσης ἀμεταβλήτου, μονίμου καθισταμένης· [[καμμένειν]] οἱ Λάκωνες ἀντὶ τοῦ καταμένειν» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rester, demeurer;<br /><b>2</b> se maintenir, durer ; rester dans un état, dans une condition.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μένω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR