Anonymous

καταμάρπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] (s. [[μάρπτω]]), ergreifen, packen, Il. 6, 364; den Fliehenden einholen, 5, 65. 16, 598; Pind. N. 3, 34 u. öfter. – Hesych. führt auch καμμάρψαι an u. erkl. es καταλαβεῖν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1362.png Seite 1362]] (s. [[μάρπτω]]), ergreifen, packen, Il. 6, 364; den Fliehenden einholen, 5, 65. 16, 598; Pind. N. 3, 34 u. öfter. – Hesych. führt auch καμμάρψαι an u. erkl. es καταλαβεῖν.
}}
{{bailly
|btext=saisir ; <i>particul.</i> atteindre à la course, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μάρπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ [[λέξις]] ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.
|lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ [[λέξις]] ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.
}}
{{bailly
|btext=saisir ; <i>particul.</i> atteindre à la course, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μάρπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth