Anonymous

κατισχύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] zu Kräften kommen; κατίσχυσεν [[δέμας]] Soph. O. C. 347; Einem an Kraft überlegen sein, überwältigen, besiegen; absolut, neben [[ἐπικρατέω]], Pol. 3, 4, 6; κατίσχοον καὶ τῷ πλήθει καὶ ταῖς εὐχειρίαις 11, 13, 3; κατίσχυον τὰ διαβούλια, sie drangen durch, 6, 51, 6; [[περί]] τινος 4, 31, 2; – τινὸς σοφίᾳ Ael. H. A. 5, 19; – τινά, Sp., wie D. Sic. 1, 39; στάσιν, verstärken, Dion. Hal. 6, 65; bes. LXX; – pass. besiegt werden, τῇ μάχῃ κατισχύεσθαι D. Sic. 17, 45; ὑπ' ἔρωτος 1, 71.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] zu Kräften kommen; κατίσχυσεν [[δέμας]] Soph. O. C. 347; Einem an Kraft überlegen sein, überwältigen, besiegen; absolut, neben [[ἐπικρατέω]], Pol. 3, 4, 6; κατίσχοον καὶ τῷ πλήθει καὶ ταῖς εὐχειρίαις 11, 13, 3; κατίσχυον τὰ διαβούλια, sie drangen durch, 6, 51, 6; [[περί]] τινος 4, 31, 2; – τινὸς σοφίᾳ Ael. H. A. 5, 19; – τινά, Sp., wie D. Sic. 1, 39; στάσιν, verstärken, Dion. Hal. 6, 65; bes. LXX; – pass. besiegt werden, τῇ μάχῃ κατισχύεσθαι D. Sic. 17, 45; ὑπ' ἔρωτος 1, 71.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> prendre de la force;<br /><b>2</b> prévaloir, l'emporter : τινός τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατισχύω''': μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος [[καταβάλλω]] τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, [[ἰσχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερισχύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, [[ὑπερισχύω]], Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι [[ἀνώτερος]] κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ [[θερμότης]], ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ [[φήμη]] Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ [[σθένος]], [[δέμας]] κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[ἰσχύω]]), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., [[ἐνισχύω]], ἰσχὺν [[παρέχω]], ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχύω]]).
|lstext='''κατισχύω''': μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος [[καταβάλλω]] τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, [[ἰσχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ὑπερισχύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, [[ὑπερισχύω]], Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι [[ἀνώτερος]] κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ [[θερμότης]], ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ [[φήμη]] Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. [[ἔρχομαι]] εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ [[σθένος]], [[δέμας]] κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[ἰσχύω]]), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., [[ἐνισχύω]], ἰσχὺν [[παρέχω]], ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. [[ἰσχύω]]).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> prendre de la force;<br /><b>2</b> prévaloir, l'emporter : τινός τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR