3,276,984
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] (s. [[παίζω]]), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1367.png Seite 1367]] (s. [[παίζω]]), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se jouer de, se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[παίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ ἐμπαιχθῇ [[αὐτός]], Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται. | |lstext='''καταπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ ἐμπαιχθῇ [[αὐτός]], Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |