Anonymous

κενωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] ausleerend; [[φάρμακον]] Medic.; Ael. H. A. 14, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] ausleerend; [[φάρμακον]] Medic.; Ael. H. A. 14, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à vider, qui vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κενωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ κενοῦν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4· ― καθαρτικὸν [[φάρμακον]], Γαλην.
|lstext='''κενωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ κενοῦν, Αἰλ. π. Ζ. 14. 4· ― καθαρτικὸν [[φάρμακον]], Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à vider, qui vide.<br />'''Étymologie:''' [[κενόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κενωτικός]], -ή, -όν) [[κενώ]]<br />αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο [[καθαρτικός]] («κενωτικά φάρμακα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι κενωτικοί</i><br />λουθηρανική [[αίρεση]] του 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενανθρωπήσεώς του απέβαλε [[τελείως]] τις θεϊκές του ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[κένωση]] («κύστεως [[κενωτικός]]», <b>Αιλιαν.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κενωτικός]], -ή, -όν) [[κενώ]]<br />αυτός που προκαλεί κενώσεις, ο [[καθαρτικός]] («κενωτικά φάρμακα)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι κενωτικοί</i><br />λουθηρανική [[αίρεση]] του 16ου αιώνα που δίδασκε ότι ο Ιησούς [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενανθρωπήσεώς του απέβαλε [[τελείως]] τις θεϊκές του ιδιότητες<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[κένωση]] («κύστεως [[κενωτικός]]», <b>Αιλιαν.</b>).
}}
}}