Anonymous

κερατέα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] ἡ, auch κερατεία u. [[κερατία]], der Johannisbrotbaum; Strab. XVII, 822; Geopon.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1422.png Seite 1422]] ἡ, auch κερατεία u. [[κερατία]], der Johannisbrotbaum; Strab. XVII, 822; Geopon.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />caroubier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κερατέα''': ἢ ία, ἡ, ἡ ξυλοκερατέα, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ [[ξυλοκέρατα]] (Ἀραβ. kharoob, χαρουπιά), ― πρῶτος [[τύπος]] ἐν Γεωπ. 11. 1, ὁ δὲ [[δεύτερος]] ἐν Στράβ. 822, Πλιν. 26. 34··― ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο πληθ. κεράτια, τά, Διοσκ. 1. 168, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 16· καλεῖται παρὰ τοῖς Ἄγγλοις ἄρτος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐκ τοῦ ὅτι [[δῆθεν]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ [[καρπὸς]] ὃν [[ἐκεῖνος]] ἔτρωγεν ἐν τῇ ἐρήμω· τρώγεται καὶ νῦν ἔτι ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἐν Ἰταλίᾳ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς τραγήματα, ἀλλὰ συνήθως δίδεται εἰς τοὺς χοίρους, [[διότι]] πιστεύεται ὅτι δίδει γλυκεῖάν τινα γεῦσιν εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 557.
|lstext='''κερατέα''': ἢ ία, ἡ, ἡ ξυλοκερατέα, τὸ [[δένδρον]] τὸ παράγον τὰ [[ξυλοκέρατα]] (Ἀραβ. kharoob, χαρουπιά), ― πρῶτος [[τύπος]] ἐν Γεωπ. 11. 1, ὁ δὲ [[δεύτερος]] ἐν Στράβ. 822, Πλιν. 26. 34··― ὁ [[καρπὸς]] ἐκαλεῖτο πληθ. κεράτια, τά, Διοσκ. 1. 168, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 16· καλεῖται παρὰ τοῖς Ἄγγλοις ἄρτος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐκ τοῦ ὅτι [[δῆθεν]] [[οὗτος]] ἦτο ὁ [[καρπὸς]] ὃν [[ἐκεῖνος]] ἔτρωγεν ἐν τῇ ἐρήμω· τρώγεται καὶ νῦν ἔτι ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἐν Ἰταλίᾳ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς τραγήματα, ἀλλὰ συνήθως δίδεται εἰς τοὺς χοίρους, [[διότι]] πιστεύεται ὅτι δίδει γλυκεῖάν τινα γεῦσιν εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 557.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />caroubier, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]].
}}
}}
{{grml
{{grml