Anonymous

κοτύλη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
[[File:Bowl maenad BM GR1898.11-21.2.jpg|thumb|200px|right|Cotyla]]
[[File:Bowl maenad BM GR1898.11-21.2.jpg|thumb|200px|right|Cotyla]]
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> petit vase, tasse, écuelle;<br /><b>2</b> cotyle, <i>mesure de ½ [[ξέστης]] (environ ¼ de litre) pour les liquides, qqf pour les matières sèches</i>;<br /><b>3</b> cavité où s'emboîte la tête d'un os;<br /><b>4</b> articulation creuse des pieds du polype.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτύλη''': ῠ, ἡ, πᾶν κοῖλον (πᾶν κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 479Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 494, Εὐστ. 1282. 42). Ι. μικρὸν [[ἀγγεῖον]], [[ποτήριον]], Ἰλ. Χ. 494, Ὀδ. Ο. 312, Ρ. 12· ― μεταφορ., = [[κοτύλων]], Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2340 Reisk. 2) τὸ [[κοίλωμα]] ἀρθρώσεως ὀστῶν, ἰδίως τὸ τοῦ μηροῦ, Λατ. acetabulum, κατ’ [[ἰσχίον]], [[ἔνθα]] τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Ἰλ. Ε. 306 κἑξ., πρβλ. Ἱππ. 410. 54, Γαλην.· [[ὡσαύτως]], τὸ κοῖλον τῆς ἀρθρώσεως τοῦ βραχίονος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ― ἴδε κοτυληδὼν 3. 3) παρ’ Ἀττ., [[μέτρον]] ὑγρῶν περιλαμβάνον 6 κυάθους ἢ ½ ξέστου, σχεδὸν τὸ αὐτὸ καὶ ἡ [[ἡμίνα]], Ἱππ. 575. 11, Ἀριστοφ. Πλ. 436, Θουκ. 4. 16., 7. 87· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς [[μέτρον]] ξηρῶν, ἀλφίτων... [[τρεῖς]] χοίνικας κοτύλης δεούσας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 79· ἀλφίτων κ. μίαν Ἄλεξ. ἐν «Ταρ.» 1. 17· ἴδε [[μέδιμνος]]. 4) τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, κοῖλον τοῦ ποδός, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Θ΄, 122, Εὐστ. 550. 5· [[ἐντεῦθεν]] κοτυληδὼν Ι, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 4, 3, πρβλ. [[ἐγκοτύλη]]. 5) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, χαλκόδετοι κοτύλαι, κύμβαλα.
|lstext='''κοτύλη''': ῠ, ἡ, πᾶν κοῖλον (πᾶν κοῖλον κοτύλην ἐκάλουν οἱ παλαιοί Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 479Α, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 494, Εὐστ. 1282. 42). Ι. μικρὸν [[ἀγγεῖον]], [[ποτήριον]], Ἰλ. Χ. 494, Ὀδ. Ο. 312, Ρ. 12· ― μεταφορ., = [[κοτύλων]], Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σ. 2340 Reisk. 2) τὸ [[κοίλωμα]] ἀρθρώσεως ὀστῶν, ἰδίως τὸ τοῦ μηροῦ, Λατ. acetabulum, κατ’ [[ἰσχίον]], [[ἔνθα]] τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσιν Ἰλ. Ε. 306 κἑξ., πρβλ. Ἱππ. 410. 54, Γαλην.· [[ὡσαύτως]], τὸ κοῖλον τῆς ἀρθρώσεως τοῦ βραχίονος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ― ἴδε κοτυληδὼν 3. 3) παρ’ Ἀττ., [[μέτρον]] ὑγρῶν περιλαμβάνον 6 κυάθους ἢ ½ ξέστου, σχεδὸν τὸ αὐτὸ καὶ ἡ [[ἡμίνα]], Ἱππ. 575. 11, Ἀριστοφ. Πλ. 436, Θουκ. 4. 16., 7. 87· ― [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς [[μέτρον]] ξηρῶν, ἀλφίτων... [[τρεῖς]] χοίνικας κοτύλης δεούσας Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 79· ἀλφίτων κ. μίαν Ἄλεξ. ἐν «Ταρ.» 1. 17· ἴδε [[μέδιμνος]]. 4) τὸ κοῖλον τῆς χειρὸς, κοῖλον τοῦ ποδός, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πολυδ. Θ΄, 122, Εὐστ. 550. 5· [[ἐντεῦθεν]] κοτυληδὼν Ι, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 4, 3, πρβλ. [[ἐγκοτύλη]]. 5) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, χαλκόδετοι κοτύλαι, κύμβαλα.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> petit vase, tasse, écuelle;<br /><b>2</b> cotyle, <i>mesure de ½ [[ξέστης]] (environ ¼ de litre) pour les liquides, qqf pour les matières sèches</i>;<br /><b>3</b> cavité où s'emboîte la tête d'un os;<br /><b>4</b> articulation creuse des pieds du polype.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth