Anonymous

κύω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1540.png Seite 1540]] eigtl. in sich aufnehmen, in sich enthalten, bes. von schwangeren Frauen u. trächtigen Thieren, die Leibesfrucht tragen, auch empfangen, schwanger gehen; Λάβδα κύει, τέξει δὲ ὀλοοίτροχον, Orak. bei Her. 5, 92, 2, wie Theogn. 39. 1081; Bion. 6, 17; Plat. κύουσα, Legg. VII, 789 e u. 792 e (sonst immer [[κυέω]]); Callias bei Ath. X, 454 a; κύειν, Andoc. 1, 125; ἔκ τινος, Lys. 13, 42; Arist. u. Sp.; häufig mit der [[varia lectio|v.l.]] [[κυέω]], vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 182 ff, u. App. ad Paralip. p. 556; auch übertr., ἡ [[ψυχή]] μου διῆγε τοῦτο κύουσα, ἆρά ποτε ἔσται ἀποτίσασθαι, ging schwanger mit dem Gedanken, Xen. Cyr. 5, 4, 35; fut. u. die anderen tempp. von [[κυέω]], nur aor. med. κυσσαμένη, in der Bdtg des act., nachdem sie empfangen hatte, schwanger geworden, Hes. Th. 125. 405; richtiger würde κυσαμένη geschrieben, vgl. Buttmanns Gr. Gr.; – ἔκυσε, befruchtete, Aesch. tr. Ath. XIII, 600 a. – Die Unterscheidung zwischen κύω, befruchten, schwängern, u. [[κυέω]], gebären, findet sich nicht bestätigt. – Vgl. auch [[κυνέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1540.png Seite 1540]] eigtl. in sich aufnehmen, in sich enthalten, bes. von schwangeren Frauen u. trächtigen Thieren, die Leibesfrucht tragen, auch empfangen, schwanger gehen; Λάβδα κύει, τέξει δὲ ὀλοοίτροχον, Orak. bei Her. 5, 92, 2, wie Theogn. 39. 1081; Bion. 6, 17; Plat. κύουσα, Legg. VII, 789 e u. 792 e (sonst immer [[κυέω]]); Callias bei Ath. X, 454 a; κύειν, Andoc. 1, 125; ἔκ τινος, Lys. 13, 42; Arist. u. Sp.; häufig mit der [[varia lectio|v.l.]] [[κυέω]], vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 182 ff, u. App. ad Paralip. p. 556; auch übertr., ἡ [[ψυχή]] μου διῆγε τοῦτο κύουσα, ἆρά ποτε ἔσται ἀποτίσασθαι, ging schwanger mit dem Gedanken, Xen. Cyr. 5, 4, 35; fut. u. die anderen tempp. von [[κυέω]], nur aor. med. κυσσαμένη, in der Bdtg des act., nachdem sie empfangen hatte, schwanger geworden, Hes. Th. 125. 405; richtiger würde κυσαμένη geschrieben, vgl. Buttmanns Gr. Gr.; – ἔκυσε, befruchtete, Aesch. tr. Ath. XIII, 600 a. – Die Unterscheidung zwischen κύω, befruchten, schwängern, u. [[κυέω]], gebären, findet sich nicht bestätigt. – Vgl. auch [[κυνέω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἔκυσα ; les autres temps sont ceux de [[κυέω]];<br />être grosse <i>ou</i> enceinte : ἔκ τινος, des œuvres de qqn ; <i>fig. en parl. de l'esprit</i> concevoir, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κύομαι (<i>ao. part.</i> κυσαμένη) être enceinte.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, grossir, enfler ; cf. [[κυέω]], [[κῦμα]], etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύω''': μεθ’ Ὅμηρον [[τύπος]] τοῦ [[κυέω]] (πλὴν ἐν τῷ ἀορ. α΄, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· Ι. κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπὶ θηλέων, [[συλλαμβάνω]], ἔχω ἐν γαστρί, εἶμαι [[ἔγκυος]], Λάβδα κύει, τέξει δὲ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2, Θέογν. 39. 1081, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 458, Ξεν., κλ.· κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 1· κ. ἀπό τινος Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτ. 19. 2) σπαν. μετ’ αἰτιατ., κυοφορῶ τι, κυήματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 4· [[παιδίον]] Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 4· μεταφορ., ἡ [[ψυχή]] μου ἀεὶ τοῦτο κύουσα (ἄλλ. κυοῦσα) διῆγεν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35· ― παθ., κυοφοροῦμαι, φέρομαι ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2. ΙΙ. κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. ἔκῡσα, μεταβ. ἐνεργείας, ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐγκυμονῇ, μεταφορ., [[ὄμβρος]] ἔκυσε γαῖαν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 38. πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 24· καὶ μέσ. ἀόρ. ἐκῡσάμην, ἐπὶ τῆς θηλείας, [[συλλαμβάνω]], ὃν [[τέκε]] [[κυσαμένη]] (ὡς παρ’ Ὁμ. ὑποκυσαμένη) Ἡσ. Θ. 125, πρβλ. 405, Ὁμ. Ὕμν. 26. 4· Ζηνί, παρὰ τοῦ [[Διός]], Ἄσιος παρὰ Παυσ. 2. 6, 4· ὅσσους... κύσατο Κητὼ Εὔπολ. ἐν Ἀποσπ. 86. ― Οἱ τύποι [[κυέω]] καὶ κύω φαίνονται ἐν χρήσει ἀδιακρίτως, ἂν καὶ οἱ Ἀττικοὶ προτιμῶσι τὸν τύπον [[κυέω]]· ἀλλὰ [[παρατηρητέον]] ὅτι τὸ [[κυέω]] [[εἶναι]] κοινότερον ἐν τῇ μεταβατ. σημασ., τὸ δὲ κύω ἐν τῇ ἀμεταβ. Ἡ μεταβατ. ἐνεργείας σημασίας ἀνήκει εἰς μόνον τὸν ἀόρ. ἔκῡσα, [[ὅστις]] διακριτέος ἀπὸ τοῦ ἔκῠσα (ἀόρ. α΄ τοῦ [[κυνέω]])· [[ἄγνοια]] τῆς διαφορᾶς ταύτης τῆς ποσότητος παρεπλάνησε καὶ αὐτὸν τὸν Wolf, [[ὅστις]] ἔγραψεν ἐν Ὁμήρῳ ὑποκυσσαμένη.
|lstext='''κύω''': μεθ’ Ὅμηρον [[τύπος]] τοῦ [[κυέω]] (πλὴν ἐν τῷ ἀορ. α΄, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· Ι. κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπὶ θηλέων, [[συλλαμβάνω]], ἔχω ἐν γαστρί, εἶμαι [[ἔγκυος]], Λάβδα κύει, τέξει δὲ Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 92, 2, Θέογν. 39. 1081, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 458, Ξεν., κλ.· κύω μῆνα ὄγδοον ἤδη Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 1· κ. ἀπό τινος Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτ. 19. 2) σπαν. μετ’ αἰτιατ., κυοφορῶ τι, κυήματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 4· [[παιδίον]] Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 4· μεταφορ., ἡ [[ψυχή]] μου ἀεὶ τοῦτο κύουσα (ἄλλ. κυοῦσα) διῆγεν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 35· ― παθ., κυοφοροῦμαι, φέρομαι ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2. ΙΙ. κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. ἔκῡσα, μεταβ. ἐνεργείας, ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐγκυμονῇ, μεταφορ., [[ὄμβρος]] ἔκυσε γαῖαν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 38. πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 24· καὶ μέσ. ἀόρ. ἐκῡσάμην, ἐπὶ τῆς θηλείας, [[συλλαμβάνω]], ὃν [[τέκε]] [[κυσαμένη]] (ὡς παρ’ Ὁμ. ὑποκυσαμένη) Ἡσ. Θ. 125, πρβλ. 405, Ὁμ. Ὕμν. 26. 4· Ζηνί, παρὰ τοῦ [[Διός]], Ἄσιος παρὰ Παυσ. 2. 6, 4· ὅσσους... κύσατο Κητὼ Εὔπολ. ἐν Ἀποσπ. 86. ― Οἱ τύποι [[κυέω]] καὶ κύω φαίνονται ἐν χρήσει ἀδιακρίτως, ἂν καὶ οἱ Ἀττικοὶ προτιμῶσι τὸν τύπον [[κυέω]]· ἀλλὰ [[παρατηρητέον]] ὅτι τὸ [[κυέω]] [[εἶναι]] κοινότερον ἐν τῇ μεταβατ. σημασ., τὸ δὲ κύω ἐν τῇ ἀμεταβ. Ἡ μεταβατ. ἐνεργείας σημασίας ἀνήκει εἰς μόνον τὸν ἀόρ. ἔκῡσα, [[ὅστις]] διακριτέος ἀπὸ τοῦ ἔκῠσα (ἀόρ. α΄ τοῦ [[κυνέω]])· [[ἄγνοια]] τῆς διαφορᾶς ταύτης τῆς ποσότητος παρεπλάνησε καὶ αὐτὸν τὸν Wolf, [[ὅστις]] ἔγραψεν ἐν Ὁμήρῳ ὑποκυσσαμένη.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> ἔκυσα ; les autres temps sont ceux de [[κυέω]];<br />être grosse <i>ou</i> enceinte : ἔκ τινος, des œuvres de qqn ; <i>fig. en parl. de l'esprit</i> concevoir, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κύομαι (<i>ao. part.</i> κυσαμένη) être enceinte.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, grossir, enfler ; cf. [[κυέω]], [[κῦμα]], etc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth