Anonymous

λεκάνη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ἡ, dor. [[λακάνη]] (vgl. [[λέκος]]), Schüssel, Becken, Wanne, Ar. Av. 1142 Nubb. 906; vgl. Ath. V, 197 b XI, 458 c u. Sp., wie Pol. 22, 11, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ἡ, dor. [[λακάνη]] (vgl. [[λέκος]]), Schüssel, Becken, Wanne, Ar. Av. 1142 Nubb. 906; vgl. Ath. V, 197 b XI, 458 c u. Sp., wie Pol. 22, 11, 10.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bassin, baquet.<br />'''Étymologie:''' [[λέκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεκάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[λέκος]]) [[πινάκιον]], [[ἀγγεῖον]], [[λεκάνη]], «λεγένι», Ἀριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600, κ. ἀλλ.· ἐν Ὄρν. 840, σημαίνει [[σκαφίδιον]] τῶν κτιστῶν, «πηλοφόρι», πρβλ. 1143· - [[λακάνη]] ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, «τὸ μὲν κοινὸν [[λακάνη]]... τὸ δὲ Ἀττικὸν [[λεκάνη]]» Σουΐδ. - Ἐντεῦθεν τὰ ὑποκορ. λεκᾰνίς, ἡ, Πλούτ. 2. 828Α, Λουκ. Ἔρωτες 39· λεκάνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110, Πολύζ. ἐν «Δημοτυνδάρῳ» 4, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· λεκανίσκη, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 637, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 11· λεκᾰνίδιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 84, Εὐστ. 1402. 16. - Ἐν Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (Ἐφημ. Ἀρχ. β΄ περ. 438) εὕρηται λεκάνου [[ψυκτήρ]].
|lstext='''λεκάνη''': [ᾰ], ἡ, ([[λέκος]]) [[πινάκιον]], [[ἀγγεῖον]], [[λεκάνη]], «λεγένι», Ἀριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600, κ. ἀλλ.· ἐν Ὄρν. 840, σημαίνει [[σκαφίδιον]] τῶν κτιστῶν, «πηλοφόρι», πρβλ. 1143· - [[λακάνη]] ἐν τῇ [[κοινῇ]] διαλέκτῳ, «τὸ μὲν κοινὸν [[λακάνη]]... τὸ δὲ Ἀττικὸν [[λεκάνη]]» Σουΐδ. - Ἐντεῦθεν τὰ ὑποκορ. λεκᾰνίς, ἡ, Πλούτ. 2. 828Α, Λουκ. Ἔρωτες 39· λεκάνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110, Πολύζ. ἐν «Δημοτυνδάρῳ» 4, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· λεκανίσκη, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 637, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 11· λεκᾰνίδιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 84, Εὐστ. 1402. 16. - Ἐν Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (Ἐφημ. Ἀρχ. β΄ περ. 438) εὕρηται λεκάνου [[ψυκτήρ]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />bassin, baquet.<br />'''Étymologie:''' [[λέκος]].
}}
}}
{{eles
{{eles