Anonymous

μάγειρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0079.png Seite 79]] ὁ ([[μάσσω]]), ursprünglich der Knetende, Brotbackende, das älteste Geschäft des [[μάγειρος]] war nämlich das Brotbacken, vgl. Plin. H. N. 18, 28; übh. Koch, Ar. Equ. 416; neben [[ὀψοποιός]], Plat. Rep. II, 373 c; von dem er als der höhere unterschieden wird, Ath. IX, 405 a. Aber auch Schlächter, wie es scheint, τοῦ μαγείρου – ὀστῶδες [[σφόδρα]] αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης [[κρέας]], Macho bei Ath. VI, 243 f, womit Plat. Euthyd. 301 d zu vgl., προσήκει τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδείρειν. – Die Alten leiten es von τὰς μάζας μερίζειν od. τὰς μαγίδας αἴρειν ab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0079.png Seite 79]] ὁ ([[μάσσω]]), ursprünglich der Knetende, Brotbackende, das älteste Geschäft des [[μάγειρος]] war nämlich das Brotbacken, vgl. Plin. H. N. 18, 28; übh. Koch, Ar. Equ. 416; neben [[ὀψοποιός]], Plat. Rep. II, 373 c; von dem er als der höhere unterschieden wird, Ath. IX, 405 a. Aber auch Schlächter, wie es scheint, τοῦ μαγείρου – ὀστῶδες [[σφόδρα]] αὐτῷ τι προσκόπτοντος ἀπὸ τύχης [[κρέας]], Macho bei Ath. VI, 243 f, womit Plat. Euthyd. 301 d zu vgl., προσήκει τὸν μάγειρον κατακόπτειν καὶ ἐκδείρειν. – Die Alten leiten es von τὰς μάζας μερίζειν od. τὰς μαγίδας αἴρειν ab.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cuisinier;<br /><b>2</b> boucher.<br />'''Étymologie:''' R. Μαγ, pétrir ; v. [[μάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάγειρος''': [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ «μάγειρας», [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., Βατραχομ. 40, Ἡρόδ. 4. 71, 6. 60, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 517, κτλ. ΙΙ. [[κρεουργός]], ὁ σφάζων τὰ πρὸς τροφὴν ζῷα καὶ διαμελίζων αὐτά, [[διότι]] ἐν ἀρχῇ ὁ [[μάγειρος]] ἦτο ἅμα καὶ κρεουργὸς ἢ [[κρεοπώλης]] (προσήκει τὸν μ. κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301D), οὕτω δὲ καὶ ὁ [[Κύκλωψ]] καλεῖται Ἅιδου μ., ὡς ἔχων ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας, δηλ. τοῦ σφαγέως καὶ μαγείρου, Εὐρ. Κύκλ. 397· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 243F, Πλούτ. 2. 175D. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, [[μάσσω]], (ὃ ἴδε), [[διότι]] τὸ ἀρτοποιεῖν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν [[ἔργον]] τοῦ μαγείρου, πρβλ. Πλίν. 18. 28, καὶ ἴδε [[ὀψοποιός]].).
|lstext='''μάγειρος''': [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ «μάγειρας», [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., Βατραχομ. 40, Ἡρόδ. 4. 71, 6. 60, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Ἀριστοφ. Βάτρ. 517, κτλ. ΙΙ. [[κρεουργός]], ὁ σφάζων τὰ πρὸς τροφὴν ζῷα καὶ διαμελίζων αὐτά, [[διότι]] ἐν ἀρχῇ ὁ [[μάγειρος]] ἦτο ἅμα καὶ κρεουργὸς ἢ [[κρεοπώλης]] (προσήκει τὸν μ. κατακόπτειν καὶ ἐκδέρειν Πλάτ. Εὐθύδ. 301D), οὕτω δὲ καὶ ὁ [[Κύκλωψ]] καλεῖται Ἅιδου μ., ὡς ἔχων ἀμφοτέρας τὰς ἰδιότητας, δηλ. τοῦ σφαγέως καὶ μαγείρου, Εὐρ. Κύκλ. 397· πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 243F, Πλούτ. 2. 175D. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, [[μάσσω]], (ὃ ἴδε), [[διότι]] τὸ ἀρτοποιεῖν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις ἦν [[ἔργον]] τοῦ μαγείρου, πρβλ. Πλίν. 18. 28, καὶ ἴδε [[ὀψοποιός]].).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> cuisinier;<br /><b>2</b> boucher.<br />'''Étymologie:''' R. Μαγ, pétrir ; v. [[μάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml