Anonymous

κύαθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 13: Line 13:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] ὁ, eigtl. das Hohle (κύω, [[κύτος]]), der [[Becher]], von Ath. X, 424 a [[ἀντλητήρ]] erkl., wo viele Beispiele aus den comic. beigebracht sind; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. A. – Als [[Maaß]] für flüssige und trockene Dinge, zwei κόχχαι u. vier μύστραι haltend, Galen. – Auch = [[Schröpfkopf]], denn man nahm eherne Becher zum Schröpfen; κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], du wirst bald Schröpfköpfe fordern, d. i. du sollst so durchgebläu't werden, daß du dich schröpfen lassen mußt, Ar. Lys. 444, vgl. Pax 541 u. Ath. X.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1520.png Seite 1520]] ὁ, eigtl. das Hohle (κύω, [[κύτος]]), der [[Becher]], von Ath. X, 424 a [[ἀντλητήρ]] erkl., wo viele Beispiele aus den comic. beigebracht sind; Xen. Cyr. 1, 3, 9 u. A. – Als [[Maaß]] für flüssige und trockene Dinge, zwei κόχχαι u. vier μύστραι haltend, Galen. – Auch = [[Schröpfkopf]], denn man nahm eherne Becher zum Schröpfen; κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], du wirst bald Schröpfköpfe fordern, d. i. du sollst so durchgebläu't werden, daß du dich schröpfen lassen mußt, Ar. Lys. 444, vgl. Pax 541 u. Ath. X.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>I.</b> (ὁ) <b>1</b> vase pour puiser;<br /><b>2</b> sorte de coupe, tasse;<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> ventouse de médecin;<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύᾰθος''': ὁ, (ἴδε [[κυέω]]) [[ποτήριον]], δι’ οὗ ἤντλουν [[οἶνον]] τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι [[μέτρον]] χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. [[σικύα]] πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.· κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου ([[ἕνεκα]] τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444· ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542· πρβλ. [[σικύα]] ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
|lstext='''κύᾰθος''': ὁ, (ἴδε [[κυέω]]) [[ποτήριον]], δι’ οὗ ἤντλουν [[οἶνον]] τοῦ κρατῆρος, Λατ. cyathus, Ἀνακρ. 62. 5, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 13, πρβλ. παρ’ Ἀθην. 424Α, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9, Ὁρατ. ᾨδ. 3. 19, 14. ΙΙ. Ἀττικόν τι [[μέτρον]] χωροῦν δύο κόγχας ἢ τέσσαρα μύστρα, περὶ τὸ ¼ τῆς λίτρας, Γαλην. 13. 977 κἑξ.. ΙΙΙ. [[σικύα]] πρὸς ἀφαίμαξιν, «βεντοῦζα» (μετεχειρίζοντο δὲ ἐξ ἀρχῆς χαλκίνας σικύας), Ἀριστ. Προβλ. 9. 9 κἑξ.· κυάθους αἰτήσεις [[τάχα]], θὰ ἔχῃς ἀνάγκην σικυῶν ἐντὸς ὀλίγου ([[ἕνεκα]] τοῦ πολλοῦ δαρμοῦ, «θὰ σοῦ χρειασθοῦν γλήγορα βεντοῦζες διὰ τὸ καλὸ ξύλο ποῦ ἔφαγες»), Ἀριστοφ. Λυσ. 444· ὑπωπιασμέναι... καὶ κυάθοις προσκείμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 542· πρβλ. [[σικύα]] ΙΙ. IV. τὸ κοῖλον τῆς χειρός, Νικόλ. Σμυρν. ἐν Schneid. Ecl. Ph. 1. 478.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>I.</b> (ὁ) <b>1</b> vase pour puiser;<br /><b>2</b> sorte de coupe, tasse;<br /><b>3</b> mesure de 2 κόγχαι <i>ou</i> de 4 μύστρα pour liquides et solides;<br /><b>4</b> ventouse de médecin;<br /><b>II.</b> (ἡ) creux de la main.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être enflé, être arrondi ; cf. [[κυέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml