Anonymous

κώλυμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1542.png Seite 1542]] τό, das [[Hinderniß]], die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; [[κώλυμα]] οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. [[θεῖον]] 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch [[κώλυμα]] δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1542.png Seite 1542]] τό, das [[Hinderniß]], die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; [[κώλυμα]] οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. [[θεῖον]] 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch [[κώλυμα]] δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />obstacle, empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κώλῡμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. [[θεῖον]] Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον [[ἐναντίον]]…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τινός, σβεστήρια κωλύματα, [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τοῦ [[πυρός]], Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. [[κωλύμη]].
|lstext='''κώλῡμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. [[θεῖον]] Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον [[ἐναντίον]]…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τινός, σβεστήρια κωλύματα, [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τοῦ [[πυρός]], Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. [[κωλύμη]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />obstacle, empêchement.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml