Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μύδρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] ὁ, die glühende Eisenniasse; ἐπιχαλκεύειν μύδρους, Aesch. frg. 421; [[ἦμεν]] δ' ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν, Soph. Ant. 264, was als eine Art Gottesurtheil angesehen wurde; [[σιδήρεος]], Her. 1, 165; Πακτώλιος [[μύδρος]], ein gediegener Goldklumpen vom Paktolus, Lycophr. 272; Anaxagoras nannte die Sonne einen [[μύδρος]] [[διάπυρος]], bei D. L. 2, 8, wofür Xen. Mem. 4, 7, 7 [[λίθος]] [[διάπυρος]] steht; vgl. Luc. Icar. 7; Arist. de mund. 4, 25 μύδροι διάπυροι, die glühenden Steinmassen, welche der Aetna auswirft; so auch Strab. VI, 240 u. Sp. Hesych. erkl. neben [[σίδηρος]] πεπυρωμένος auch ἀργὸς [[σίδηρος]] und κραταιὸς [[λίθος]]. – Das Wort findet sich zuerst in dem einen der zwei Verse, die nach Eust. von Mehreren hinter Il. 15, 30 eingeschoben wurden, die aber Wolf nicht aufgenommen hat, s. Heyne VII p. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] ὁ, die glühende Eisenniasse; ἐπιχαλκεύειν μύδρους, Aesch. frg. 421; [[ἦμεν]] δ' ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν, Soph. Ant. 264, was als eine Art Gottesurtheil angesehen wurde; [[σιδήρεος]], Her. 1, 165; Πακτώλιος [[μύδρος]], ein gediegener Goldklumpen vom Paktolus, Lycophr. 272; Anaxagoras nannte die Sonne einen [[μύδρος]] [[διάπυρος]], bei D. L. 2, 8, wofür Xen. Mem. 4, 7, 7 [[λίθος]] [[διάπυρος]] steht; vgl. Luc. Icar. 7; Arist. de mund. 4, 25 μύδροι διάπυροι, die glühenden Steinmassen, welche der Aetna auswirft; so auch Strab. VI, 240 u. Sp. Hesych. erkl. neben [[σίδηρος]] πεπυρωμένος auch ἀργὸς [[σίδηρος]] und κραταιὸς [[λίθος]]. – Das Wort findet sich zuerst in dem einen der zwei Verse, die nach Eust. von Mehreren hinter Il. 15, 30 eingeschoben wurden, die aber Wolf nicht aufgenommen hat, s. Heyne VII p. 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />masse de fer rougie au feu.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μυδάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύδρος''': ὁ, [[ὄγκος]] πεπυρακτωμένος, [[κυρίως]] σιδήρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· [[καθόλου]], [[ὄγκος]] μετάλλου ἔτι καὶ μὴ πεπυρακτωμένος, [[σιδήρεος]] Ἡρόδ. 1. 165· Πακτώλιος μ., [[ὄγκος]] [χρυσοῦ] ἐκ τοῦ Πακτωλοῦ, Λυκόφρ. 272· μύδρους [[αἴρω]] χεροῖν, κρατῶ πεπυρακτωμένον [[σίδηρον]] ἐν ταῖς χερσί, - [[βάσανος]], οἵα ἡ «[[κρίσις]] τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν [[μέσον]] αἰῶνα, - Σοφ. Ἀντ. 264· μ. [[διάπυρος]], [[ὄγκος]] μετάλλου πεπυρωμένος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 8 καὶ 15, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 971· οὕτω, μ. ἀστέρος Κριτίας 9. 35· μ. διάπυροι, οἱ λίθοι οὓς ἐξερεύγεται ἡ Αἴτνη, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 26, πρβλ. Στράβ. 274· ἀλλὰ καὶ διάπυροι λίθοι ἢ τεμάχια μετάλλου, δι’ ὧν ἐθερμαίνετο [[ὕδωρ]], Ἱππ. 652. 54, πρβλ. 298. 22· - Καθόλου, [[λίθος]], Καλλ. Ἀποσπ. 209, Ὀρφ. - Ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ εἰς ἕνα ἢ δύο στίχους νόθους οὓς ὁ Εὐστ. ἀνεγίνωσκε μετὰ τὸν 30ὸν στίχ. ἐν Ἰλ. Ο, ἴδε Heyne τ. 7, σ. 12, Spitzn. εἰς στίχ. 22.
|lstext='''μύδρος''': ὁ, [[ὄγκος]] πεπυρακτωμένος, [[κυρίως]] σιδήρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· [[καθόλου]], [[ὄγκος]] μετάλλου ἔτι καὶ μὴ πεπυρακτωμένος, [[σιδήρεος]] Ἡρόδ. 1. 165· Πακτώλιος μ., [[ὄγκος]] [χρυσοῦ] ἐκ τοῦ Πακτωλοῦ, Λυκόφρ. 272· μύδρους [[αἴρω]] χεροῖν, κρατῶ πεπυρακτωμένον [[σίδηρον]] ἐν ταῖς χερσί, - [[βάσανος]], οἵα ἡ «[[κρίσις]] τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν [[μέσον]] αἰῶνα, - Σοφ. Ἀντ. 264· μ. [[διάπυρος]], [[ὄγκος]] μετάλλου πεπυρωμένος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 8 καὶ 15, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 971· οὕτω, μ. ἀστέρος Κριτίας 9. 35· μ. διάπυροι, οἱ λίθοι οὓς ἐξερεύγεται ἡ Αἴτνη, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 26, πρβλ. Στράβ. 274· ἀλλὰ καὶ διάπυροι λίθοι ἢ τεμάχια μετάλλου, δι’ ὧν ἐθερμαίνετο [[ὕδωρ]], Ἱππ. 652. 54, πρβλ. 298. 22· - Καθόλου, [[λίθος]], Καλλ. Ἀποσπ. 209, Ὀρφ. - Ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ εἰς ἕνα ἢ δύο στίχους νόθους οὓς ὁ Εὐστ. ἀνεγίνωσκε μετὰ τὸν 30ὸν στίχ. ἐν Ἰλ. Ο, ἴδε Heyne τ. 7, σ. 12, Spitzn. εἰς στίχ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />masse de fer rougie au feu.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μυδάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml