Anonymous

μνηστεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0195.png Seite 195]] ein Freier sein, freien, werben; γυναῖκα, um ein Weib, Od. 18, 277; absol., 4, 684; θύγατρα, Hes. frg. 73; πολλάς, Eur. Alc. 720; heirathen, Theogn. 1108; Theocr. 18, 6; in Prosa; Xen. sagt Ἀλέξανδρος ἐμνήστευσε τὴν Ἰάσονος γυναῖκα ἀναλαβεῖν, Hell. 6, 4, 37; Plut. Apophth. Lacon. p. 229. – Auch für einen Andern werben, dah. auch med. für sich werben, Luc. ὁ τὴν κόρην μεμνηστευμένος, Asin. 26, a. Sp.; – aber auch pass., von dem Mädchen, verheirathet werden, τινί, an Einen, N. T., z. B. Matth. 1, 18; – γάμον μνηστεύειν, eine Ehe stiften, γάμους, Eur. I. A. 847; τῷ καὶ ἀεξηθέντι θεαὶ γάμον ἐμνήστευσαν, Ap. Rh. 2, 511; in Prosa, τῇ πόλει δεῖ συμφέροντα μνηστεύειν γάμον ἕκαστον, Plat. Legg. VI, 773 b; vgl. Luc. Soloec. 9. – Übertr. sich um Etwas bewerben, wonach trachten, χειροτονίαν, Isocr. 8, 15; τὸν πόλεμον, nach dem Oberbefehl, Plut. Mar. 34. Auch med., ἑαυτῷ τὸν δεσπότην, für sich zu gewinnen suchen, Luc. merc. cond. 23; c. int., Plut. Caes. 58.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0195.png Seite 195]] ein Freier sein, freien, werben; γυναῖκα, um ein Weib, Od. 18, 277; absol., 4, 684; θύγατρα, Hes. frg. 73; πολλάς, Eur. Alc. 720; heirathen, Theogn. 1108; Theocr. 18, 6; in Prosa; Xen. sagt Ἀλέξανδρος ἐμνήστευσε τὴν Ἰάσονος γυναῖκα ἀναλαβεῖν, Hell. 6, 4, 37; Plut. Apophth. Lacon. p. 229. – Auch für einen Andern werben, dah. auch med. für sich werben, Luc. ὁ τὴν κόρην μεμνηστευμένος, Asin. 26, a. Sp.; – aber auch pass., von dem Mädchen, verheirathet werden, τινί, an Einen, N. T., z. B. Matth. 1, 18; – γάμον μνηστεύειν, eine Ehe stiften, γάμους, Eur. I. A. 847; τῷ καὶ ἀεξηθέντι θεαὶ γάμον ἐμνήστευσαν, Ap. Rh. 2, 511; in Prosa, τῇ πόλει δεῖ συμφέροντα μνηστεύειν γάμον ἕκαστον, Plat. Legg. VI, 773 b; vgl. Luc. Soloec. 9. – Übertr. sich um Etwas bewerben, wonach trachten, χειροτονίαν, Isocr. 8, 15; τὸν πόλεμον, nach dem Oberbefehl, Plut. Mar. 34. Auch med., ἑαυτῷ τὸν δεσπότην, für sich zu gewinnen suchen, Luc. merc. cond. 23; c. int., Plut. Caes. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐμνήστευσα, <i>pf.</i> μεμνήστευκα;<br /><b>I.</b> penser à, désirer :<br /><b>1</b> rechercher une femme en mariage : μν. γυναῖκα [[λαβεῖν]] XÉN prétendre à obtenir pour femme ; <i>Pass.</i> être recherchée <i>ou</i> se faire rechercher en mariage ; épouser une femme;<br /><b>2</b> rechercher, ambitionner, briguer <i>en gén.</i>, [[τι]];<br /><b>II.</b> donner en mariage, fiancer : τινί τινα, une jeune fille à qqn ; γάμους EUR consentir à un mariage;<br /><i><b>Moy.</b></i> μνηστεύομαι rechercher pour soi, briguer : μοναρχίαν PLUT le pouvoir absolu, la monarchie ; avec un inf., ambitionner de.<br />'''Étymologie:''' [[μνηστήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μνηστεύω''': Δωρ. μναστεύω, ἀόρ. ἐμνήστευσα, πρκμ. μεμνήστευκα Διόδ. 18. 23, Λουκ., ἀλλὰ παθαν., ἐμνήστευμαι καὶ μεμνήστ-, πρὸς παρθένον ἐ(ἢ με)μνηστευμένην ἀνδρὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 27, τῇ ἐ(ἢ με)μνηστευμένῃ αὐτῷ β΄, 5· - ὡς τὸ [[μνάομαι]], ἐπιζητῶ τὴν ἀγάπην γυναικός, ζητῶ αὐτὴν εἰς γάμον, μετ’ αἰτ., ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα μνηστεύειν Ὀδ. Χ. 276· τὴν πλεῖστοι... μνήστευον Ἡσ. Ἀποσπ. 73 (41)· ἐμνήστευσε τὴν γυναῖκα λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 37· μνηστ. γάμον Εὐριπ. Ι. Α. 847, Πλάτ. Νόμ. 773Β· [[κερδίζω]] τὴν ἀγάπην γυναικός, ἀρραβωνίζομαι, νυμφεύομαι, Θέογν. 1108, Θεόκρ. 48. 6. - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, μναστευθεῖσ’ ἐξ Ἑλλάνων Εὐρ. Ι. Τ. 208, πρβλ. Ἰσοκρ. 215Ε. ΙΙ. ὑπισχνοῦμαι εἰς γάμον, [[ἀρραβωνίζω]], τὴν θυγατέρα τινὶ Εὐρ. Ἠλ. 313· οὕτω γάμον μνηστεύειν τινί, [[παρασκευάζω]] γάμον διά τινα, βοηθῶ τινὰ εἰς εὕρεσιν καὶ ἐπιτυχίαν συζύγου, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 265, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 511. - Μέσ., ζητῶ δι’ ἐμαυτόν, Ἀπολλ. 2. 5, 12· τὴν χρῆσιν ταύτην καταδικάζει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 9, ἂν καὶ ἔχει αὐτὴν ὁ [[ἴδιος]] ἐν τῷ ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 23, Τοξ. 37· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὁ τὴν κόρην μεμνηστευμένος Ὀν. 26· - Παθ., σὺν Μαριὰμ τῇ ἐ(ἢ με)μνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 5. ΙΙΙ. [[καθόλου]] ἐπιζητῶ, ἐπιδιώκω τι, μετ’ αἰτ., χειροτονίαν Ἰσοκρ. 162Α· μετ’ ἀπαρ., μνηστευόμενος ἄρχειν ἑκόντων Πλουτ. Καῖσ. 58.
|lstext='''μνηστεύω''': Δωρ. μναστεύω, ἀόρ. ἐμνήστευσα, πρκμ. μεμνήστευκα Διόδ. 18. 23, Λουκ., ἀλλὰ παθαν., ἐμνήστευμαι καὶ μεμνήστ-, πρὸς παρθένον ἐ(ἢ με)μνηστευμένην ἀνδρὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 27, τῇ ἐ(ἢ με)μνηστευμένῃ αὐτῷ β΄, 5· - ὡς τὸ [[μνάομαι]], ἐπιζητῶ τὴν ἀγάπην γυναικός, ζητῶ αὐτὴν εἰς γάμον, μετ’ αἰτ., ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα μνηστεύειν Ὀδ. Χ. 276· τὴν πλεῖστοι... μνήστευον Ἡσ. Ἀποσπ. 73 (41)· ἐμνήστευσε τὴν γυναῖκα λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 37· μνηστ. γάμον Εὐριπ. Ι. Α. 847, Πλάτ. Νόμ. 773Β· [[κερδίζω]] τὴν ἀγάπην γυναικός, ἀρραβωνίζομαι, νυμφεύομαι, Θέογν. 1108, Θεόκρ. 48. 6. - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, μναστευθεῖσ’ ἐξ Ἑλλάνων Εὐρ. Ι. Τ. 208, πρβλ. Ἰσοκρ. 215Ε. ΙΙ. ὑπισχνοῦμαι εἰς γάμον, [[ἀρραβωνίζω]], τὴν θυγατέρα τινὶ Εὐρ. Ἠλ. 313· οὕτω γάμον μνηστεύειν τινί, [[παρασκευάζω]] γάμον διά τινα, βοηθῶ τινὰ εἰς εὕρεσιν καὶ ἐπιτυχίαν συζύγου, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 265, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 511. - Μέσ., ζητῶ δι’ ἐμαυτόν, Ἀπολλ. 2. 5, 12· τὴν χρῆσιν ταύτην καταδικάζει ὁ Λουκ. ἐν Σολοικ. 9, ἂν καὶ ἔχει αὐτὴν ὁ [[ἴδιος]] ἐν τῷ ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 23, Τοξ. 37· καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., ὁ τὴν κόρην μεμνηστευμένος Ὀν. 26· - Παθ., σὺν Μαριὰμ τῇ ἐ(ἢ με)μνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 5. ΙΙΙ. [[καθόλου]] ἐπιζητῶ, ἐπιδιώκω τι, μετ’ αἰτ., χειροτονίαν Ἰσοκρ. 162Α· μετ’ ἀπαρ., μνηστευόμενος ἄρχειν ἑκόντων Πλουτ. Καῖσ. 58.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐμνήστευσα, <i>pf.</i> μεμνήστευκα;<br /><b>I.</b> penser à, désirer :<br /><b>1</b> rechercher une femme en mariage : μν. γυναῖκα [[λαβεῖν]] XÉN prétendre à obtenir pour femme ; <i>Pass.</i> être recherchée <i>ou</i> se faire rechercher en mariage ; épouser une femme;<br /><b>2</b> rechercher, ambitionner, briguer <i>en gén.</i>, [[τι]];<br /><b>II.</b> donner en mariage, fiancer : τινί τινα, une jeune fille à qqn ; γάμους EUR consentir à un mariage;<br /><i><b>Moy.</b></i> μνηστεύομαι rechercher pour soi, briguer : μοναρχίαν PLUT le pouvoir absolu, la monarchie ; avec un inf., ambitionner de.<br />'''Étymologie:''' [[μνηστήρ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth