Anonymous

μύζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] 1) mit geschlossenem Munde einen Laut hervorbringen, indem man den Athem heftig durch die Nase stößt, schnauben, stöhnen; Aesch. Eum. 117; μύζουσιν οἰκτισμὸν πολύν, 180; Ar. Thesm. 231 wird Einer, der μῦ μῦ gesagt hat, gefragt: τί μύζεις; was klagst du? Arist. vrbdt μύζων καὶ στένων, μύζει καὶ τριγμὸν ἀφίησι; Sp.; vgl. μύω. Bei Hippocr. heißt es auch τὰ σπλάγχνα μύζει u. πρὸς τὰ σπλάγχνα μύζει u. ἐμυσεν ἐν τῇ γαστρὶ ἰσχυρῶς. – 2) sa ug en, wie [[μυζάω]], Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] 1) mit geschlossenem Munde einen Laut hervorbringen, indem man den Athem heftig durch die Nase stößt, schnauben, stöhnen; Aesch. Eum. 117; μύζουσιν οἰκτισμὸν πολύν, 180; Ar. Thesm. 231 wird Einer, der μῦ μῦ gesagt hat, gefragt: τί μύζεις; was klagst du? Arist. vrbdt μύζων καὶ στένων, μύζει καὶ τριγμὸν ἀφίησι; Sp.; vgl. μύω. Bei Hippocr. heißt es auch τὰ σπλάγχνα μύζει u. πρὸς τὰ σπλάγχνα μύζει u. ἐμυσεν ἐν τῇ γαστρὶ ἰσχυρῶς. – 2) sa ug en, wie [[μυζάω]], Hesych.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μύξω. ao. ἔμυξα, <i>pf. inus.</i><br />serrer les lèvres :<br /><b>1</b> grogner, gronder ; se murmurer à soi-même;<br /><b>2</b> sucer.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[μῦ]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύζω''': (Α), μέλλ. μύξω Διογ. Λ. 10. 118· ἀόρ. ἔμυξα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7, (ἴδε κατωτέρ. καὶ πρβλ. [[ἐπιμύζω]]). Κάμνω τὸν ἦχον, μὺ μῦ ἢ μυμῦ, βογγῶ μὲ τὰ χείλη κλεισμένα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 118· οἰκισμὸν μ., βογγῶ θλιβερῶς, [[αὐτόθι]] 189· [[ἐντεῦθεν]] πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, μουρμουρίζω, [[γογγύζω]], ὡς τὸ μῦ λαλεῖν (ἴδε μῦ), Ἀριστοφ. Θεσμ. 231· - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ δελφίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, πρβλ. [[μυγμός]]· - [[καθόλου]], [[γογγύζω]], γουργουλίζω, τὰ σπλάγχνα μύζει Ἱππ. 480. 49, κτλ.· ἀπροσ., ἔμυσεν (ἔμυζεν;) ἐν τῇ γαστρὶ ὁ αὐτ. 1142Η· - τύπον τινὰ πρκμ. μεμυζότε μυδαλέω τε, μνημονεύει ἐκ τοῦ Ἀντιμ. ὁ Εὐστ. 1746. 19. Περὶ τῆς ῥίζης (ἴδε ἐν λέξ. μύω).
|lstext='''μύζω''': (Α), μέλλ. μύξω Διογ. Λ. 10. 118· ἀόρ. ἔμυξα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7, (ἴδε κατωτέρ. καὶ πρβλ. [[ἐπιμύζω]]). Κάμνω τὸν ἦχον, μὺ μῦ ἢ μυμῦ, βογγῶ μὲ τὰ χείλη κλεισμένα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 118· οἰκισμὸν μ., βογγῶ θλιβερῶς, [[αὐτόθι]] 189· [[ἐντεῦθεν]] πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, μουρμουρίζω, [[γογγύζω]], ὡς τὸ μῦ λαλεῖν (ἴδε μῦ), Ἀριστοφ. Θεσμ. 231· - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ δελφίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, πρβλ. [[μυγμός]]· - [[καθόλου]], [[γογγύζω]], γουργουλίζω, τὰ σπλάγχνα μύζει Ἱππ. 480. 49, κτλ.· ἀπροσ., ἔμυσεν (ἔμυζεν;) ἐν τῇ γαστρὶ ὁ αὐτ. 1142Η· - τύπον τινὰ πρκμ. μεμυζότε μυδαλέω τε, μνημονεύει ἐκ τοῦ Ἀντιμ. ὁ Εὐστ. 1746. 19. Περὶ τῆς ῥίζης (ἴδε ἐν λέξ. μύω).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μύξω. ao. ἔμυξα, <i>pf. inus.</i><br />serrer les lèvres :<br /><b>1</b> grogner, gronder ; se murmurer à soi-même;<br /><b>2</b> sucer.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée ; cf. [[μῦ]]².
}}
}}
{{grml
{{grml