3,274,919
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] 1) ein [[ναύκληρος]] sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = [[ναυτίλλομαι]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0230.png Seite 230]] 1) ein [[ναύκληρος]] sein, ein Schiff besitzen; Ar. Av. 598; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν, ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει, Dem. 35, 20, öfter; auch ἧς ἐναυκλήρει, Plut. Pomp. 73; – übh. lenken, regieren, πόλιν, Aesch. Sept. 634, wie Soph. Ant. 981. – 2) ein Haus besitzen u. es vermiethen, Is. 6, 19; – Hesych. erkl. es auch allgemein = [[ναυτίλλομαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être propriétaire <i>ou</i> armateur d'un navire ; fréter ; <i>p. anal.</i> diriger, gouverner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ναύκληρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυκληρέω''': εἶμαι [[κύριος]] πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε [[ναύκληρος]] ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ. | |lstext='''ναυκληρέω''': εἶμαι [[κύριος]] πλοίου, ἰδιοκτήτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 598, Ξεν. Λακ. 7, 1, Λυσ. 107, 29· Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει παρὰ Δημ. 929. 14. 2) μεταφορ., ν. πόλιν, κυβερνᾶν, διοικεῖν, πόλιν Αἰσχύλ. Θήβ. 652, Σοφ. Ἀντ. 994. ΙΙ. ὑπενοικιάζω οἰκίαν (ἴδε [[ναύκληρος]] ΙΙ), ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Ἰσαῖ. 58. 13· «ναυκληρεῖν· ἀντὶ τοῦ οἰκίας δεσπόζειν. Ἄλεξις Λοκροῖς» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 109. 19. 2· πρβλ. Φώτ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |