Anonymous

μικρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] (vgl. [[σμικρός]] u. [[μικκός]]), [[klein]]; Hom. nur Il. 5, 801, [[δέμας]] μὲν [[μικρός]], klein von Körper, u. Od. 3, 296, μικρὸς δὲ [[λίθος]] μέγα κῦμ' ἀποέργει; Eur. μ' ἔθρεψε μικρὸν [[ὄντα]], Or. 462; μικρὸς τὸ [[σῶμα]], Ath. XII, 552 c; – von der Zeit, Pind. μικρῷ χρόνῳ, Ol. 12, 12, wie Eur. I. T. 306 u. sonst; εἰς μικρὸν χρόνον, Plat. Rep. VI, 498 b, wo aber wie an anderen Stellen [[σμικρός]] [[varia lectio|v.l.]] ist; ἐν μικρῷ, bald, Xen. Cyr. 5, 32; πρὸ μικροῦ, vor Kurzem, Poll. 1, 72; – von andern Dingen, οὐ μικρὰν νόσον, Aesch. Prom. 979; μικρὰ λείψανα, Soph. El. 1102. Ggstz von [[μέγας]], O. R. 1083 u. sonst; αἰτίας μικρᾶς πέρι, Eur. Andr. 387; μικρὸς ὁρᾶν vrbdt Ar. Pax 787; [[πόλις]], Xen. Hell. 5, 2, 25; μικρῶν προστεθέντων, Isocr. 4, 30; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten, Xen. An. 3, 2, 10; [[ἀργύριον]] οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig, 7, 7, 53, wie μικρὸν [[ἀργυρίδιον]] Ar. Plut. 240; bes. auch von der Gesinnung, [[kleinlich]], niedrig denkend, Plut. u. a. Sp. – Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter, . ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe, μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν, Cyr. 1, 4, 9; μικροῦ ἀπεκτείνατε, Dem. 24, 135; Pol. 2, 61, 5 u. Sp.; vollständig μικροῦ [[δεῖν]], Dem. 18, 269; Luc. Somn. 16, u. Plut. öfter; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges, Pol. 1, 64, 6 (vgl. Plat. Legg. III, 698 b); παρὰ μικρὸν [[ἦλθον]] ἀπολέσαι τὰ πράγματα, beinahe, 1, 43, 7; vgl. οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges, 12, 20, 7; παρὰ μικρὸν ἦλθεν ψυχὴν διακναῖσαι, Eur. Heracl. 295; παρὰ μικρὸν [[ἦλθον]] [[ἄκριτος]] ἀποθανεῖν, Isocr. 17, 42; – κατὰ μικρόν, allmälig, Luc. Gymn. 26; Plut. – Compar. μικρότερος, Luc. Calumn. 3; Plut. u. a. Sp. – Superl. μικρότατος, Xen. Oec. 8, 11; Luc. hist. conscr. 27 u. sonst. – Als unregelmäßige Comp. gehören dazu [[ἐλάττων]], με 'ων u. [[μειότερος]], und Superl. [[ἐλάχιστος]], [[μεῖστος]] u. μειότατος, die man einzeln nachsehe. – [Nur bei spätern schlechten Dichtern ist ι zuweilen kurz, Iac. A. P. p. 178. 798.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0185.png Seite 185]] (vgl. [[σμικρός]] u. [[μικκός]]), [[klein]]; Hom. nur Il. 5, 801, [[δέμας]] μὲν [[μικρός]], klein von Körper, u. Od. 3, 296, μικρὸς δὲ [[λίθος]] μέγα κῦμ' ἀποέργει; Eur. μ' ἔθρεψε μικρὸν [[ὄντα]], Or. 462; μικρὸς τὸ [[σῶμα]], Ath. XII, 552 c; – von der Zeit, Pind. μικρῷ χρόνῳ, Ol. 12, 12, wie Eur. I. T. 306 u. sonst; εἰς μικρὸν χρόνον, Plat. Rep. VI, 498 b, wo aber wie an anderen Stellen [[σμικρός]] [[varia lectio|v.l.]] ist; ἐν μικρῷ, bald, Xen. Cyr. 5, 32; πρὸ μικροῦ, vor Kurzem, Poll. 1, 72; – von andern Dingen, οὐ μικρὰν νόσον, Aesch. Prom. 979; μικρὰ λείψανα, Soph. El. 1102. Ggstz von [[μέγας]], O. R. 1083 u. sonst; αἰτίας μικρᾶς πέρι, Eur. Andr. 387; μικρὸς ὁρᾶν vrbdt Ar. Pax 787; [[πόλις]], Xen. Hell. 5, 2, 25; μικρῶν προστεθέντων, Isocr. 4, 30; τοὺς μεγαλους μικροὺς ποιεῖν, niedrig, im Ggstz von hochgestellten, Xen. An. 3, 2, 10; [[ἀργύριον]] οὐκ ἔχω ἀλλ' ἢ μικρόν τι, wenig, 7, 7, 53, wie μικρὸν [[ἀργυρίδιον]] Ar. Plut. 240; bes. auch von der Gesinnung, [[kleinlich]], niedrig denkend, Plut. u. a. Sp. – Adverbial μικρόν, um ein wenig, kaum, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter, . ein weniges, so προϊέναι u. ä.; μικροῦ, beinahe, μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισεν, Cyr. 1, 4, 9; μικροῦ ἀπεκτείνατε, Dem. 24, 135; Pol. 2, 61, 5 u. Sp.; vollständig μικροῦ [[δεῖν]], Dem. 18, 269; Luc. Somn. 16, u. Plut. öfter; auch οὐ μικρῷ, πολλῷ δὲ γενναιότεροι, nicht um ein weniges, Pol. 1, 64, 6 (vgl. Plat. Legg. III, 698 b); παρὰ μικρὸν [[ἦλθον]] ἀπολέσαι τὰ πράγματα, beinahe, 1, 43, 7; vgl. οὐδὲ παρὰ μικρὸν ἦν κρεῖττον, nicht um ein weniges, 12, 20, 7; παρὰ μικρὸν ἦλθεν ψυχὴν διακναῖσαι, Eur. Heracl. 295; παρὰ μικρὸν [[ἦλθον]] [[ἄκριτος]] ἀποθανεῖν, Isocr. 17, 42; – κατὰ μικρόν, allmälig, Luc. Gymn. 26; Plut. – Compar. μικρότερος, Luc. Calumn. 3; Plut. u. a. Sp. – Superl. μικρότατος, Xen. Oec. 8, 11; Luc. hist. conscr. 27 u. sonst. – Als unregelmäßige Comp. gehören dazu [[ἐλάττων]], με 'ων u. [[μειότερος]], und Superl. [[ἐλάχιστος]], [[μεῖστος]] u. μειότατος, die man einzeln nachsehe. – [Nur bei spätern schlechten Dichtern ist ι zuweilen kurz, Iac. A. P. p. 178. 798.]
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />petit :<br /><b>1</b> de petite taille <i>ou</i> de petite dimension;<br /><b>2</b> en petite quantité, peu considérable;<br /><b>3</b> de médiocre qualité, peu important, faible ; <i>en mauv. part</i> μικρὸν φρονεῖν, avoir des sentiments petits, bas ; [[ἐν]] σμικρῷ ποιεῖσθαι SOPH faire peu de cas de, acc.;<br /><b>4</b> de peu de durée : [[εἰς]] σμικρὸν χρόνον, μικρὸν χρόνον, [[ἐν]] μικρῷ, en peu de temps;<br /><i>Adv.</i> <b>1</b> • <i>acc.</i> μικρόν, un peu, un peu de temps, <i>ou</i> peu : κατὰ σμικρόν, en petits morceaux, peu à peu ; ἐπὶ σμικρόν, quelque peu <i>ou</i> si peu que rien ; [[εἰς]] μικρόν, pour un peu de temps ; παρὰ μικρόν, pour peu ; παρὰ μικρὸν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, ἡγεῖσθαι faire peu de cas de ; παρὰ μικρὸν [[ἐδέησα]] avec l'inf. peu s'en fallut que je ne ; κατὰ μικρά XÉN en petits morceaux;<br /><b>2</b> • <i>gén.</i> μικροῦ : μικροῦ [[δεῖν]] avec l'inf. <i>ou simpl.</i> μικροῦ peu s'en faut, presque ; μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισε XÉN peu s'en fallut même qu’il ne le renversât;<br /><i>Cp.</i> μικρότερος, <i>Sp.</i> μικρότατος ; <i>plus souv. Cp.</i> [[μείων]], [[μειότερος]] <i>ou</i> [[ἐλάσσων]] ; <i>Sp.</i> [[μεῖστος]], [[μειότατος]] <i>ou</i> [[ἐλάχιστος]].<br />'''Étymologie:''' R. Μι, diminuer.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρός''': καὶ σμῑκρός, ά, όν, Δωρ., [[μικκός]] (ὃ ἴδε)· ― τὸν τύπον σμικρὸς ἀπαιτεῖ τὸν [[μέτρον]] ἐν Ἰλ. Ρ. 757, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 115, ἠδύνατο δὲ νὰ τεθῇ καὶ ἐν Ἰλ. Ε. 801, Ὀδ. Γ. 296 ([[ἔνθα]] τὰ κείμενα ἔχουσι [[μικρός]])· [[εἶναι]] πιθανῶς ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ἡροδ. (τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μικρὸς ἐν 2. 74)· συχνὸν παρὰ Πινδ.· καὶ πιθ. ἀείποτε παρὰ τοῖς Τραγ. (πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[μικρός]])· ἀείποτε παρὰ Θουκ. καὶ συχνότατα παρὰ Πλάτ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς μικρὸς [[εἶναι]] ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]], ἀλλ’ [[ὅμως]] καὶ ὁ τύπ. σμικρὸς εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 523, Σφ. 5, πρβλ. Meineke Πίνακ. Κωμικ. [ῐ μόνον παρὰ τοῖς [[λίαν]] μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψ. Ἀνθ. 178, 978]. (Ἴσως ἐκ √ΜΙΝ, ἢ μινκρός, ἴδε ἐν λ. [[μινύθω]]). Μικρός, [[ὀλίγος]], 1) κατὰ τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[μῆκος]] ἢ τὸν ὄγκον, μικρὸς ἔην [[δέμας]] Ἰλ. Ε. 801· μικρὸς δὲ [[λίθος]] Ὀδ. Γ. 296· κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Ἰλ. Ρ. 757· σμ. ἄστεα Ἡρόδ. 1. 5· μεγάθεϊ μὲν μικρὸν Β. 74· [[μικκός]] γα [[μᾶκος]] (Boeot.) Ἀριστοφ. Ἀχ. 909· ― μεθ’ ὑποκοριστικῶν, μ. [[πολίχνιον]], [[γῄδιον]], [[παιδάριον]] Ἰσοκρ. 111D, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38, Ἀγησ. 1, 21· καὶ ὡς κωμικὴ [[ὑπερβολή]], [[δικαστηρίδιον]] μικρὸν [[πάνυ]] Ἀριστοφ. Σφ. 803, πρβλ. Νεφ. 630, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., μικροὶ δ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 821· ― [[λέξις]] ὀνειδιστικὴ παρ’ Ἀθηναίοις, Κλειγένης ὁ μικρὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 709, πρβλ. Meineke εἰς Ἀλέξιδος «Φαῖδρον» 2· Ἀμύντας ὁ μ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16. 2) ἐπὶ ποσότητος, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359· μέλιτος μικρὸν Ἀριστοφ. Σφ. 878· μ. [[ὄψον]], [[ἀργύριον]], [[ἔλαιον]], κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1, κτλ. 3) κατὰ βαθμὸν ἢ σπουδαιότητα, [[μικρός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[ἐλαφρός]], σμ. [[πρόφασις]] Θέογν. 323· [[ἔπος]], [[ἔγκλημα]], [[ῥοπή]], κτλ., Σοφ. Ο. Κ. 443, Τρ. 361· ἐκ σμικροῦ λόγου, διὰ μικρὰς προφάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 620· ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν, ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, [[αὐτόθι]] 569· αἰτίας μικρᾶς πέρι Εὐρ. Ἀνδρ. 387, κτλ.· οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, Δημ. 352. 22· ― ἐπὶ προσώπων, [[μικρός]], [[μικροπρεπής]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέγας]], σμικρὸς ἐν σμικροῖς, [[μέγας]] ἐν μεγάλοις Πινδ. Π. 3. 191, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 161, κτλ.· σμ. τίθησί με, μὲ θεωρεῖ ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 958· [[βίος]] ὁ μ. = [[μέτριος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 506· σμικρότατος τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 473Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ νοῦ, οὐ σμικρὸν φρονεῖ Σοφ. Αἴ. 1120· ἐπὶ ὕφους, [[ταπεινός]], Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 3. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ὀλίγος]], [[βραχύς]], [[σύντομος]], Πινδ. Ο. 12. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 126, κτλ.· εἰς σμ. χρόνον Πλάτ. Πολ. 498D· [[ὡσαύτως]], ἐν σμικρῷ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου, Ξεν. Κυν. 5, 32, Ἱππ. 8, 7· πρὸ μικροῦ Πολυδ. Α΄, 72. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. χρήσεις: 1) ὡς ὁμαλ. ἐπίρρ., σμικρῶς, Πλάτ. Κριτί. 107D· ὑπερθετ. σμικρότατα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) σμικροῦ ἢ μικροῦ, παρ’ ὀλίγον, [[σχεδόν]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 8, Δημ. 277. 20, κτλ.· πλῆρες: μικροῦ δεῖ ἢ [[δεῖν]], ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ, δέω (Β) Ι: μικροῦ ἀπολείπεσθαι Ἰακωψίου Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 914· ― ἀλλὰ μικροῦ πρίασθαι, ἀντὶ ὀλίγου, δηλ. εὐθηνά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4. 3) μικρῷ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, μετὰ τοῦ συγκρ., Πλάτ. Πολιτ. 262C, κτλ.· σμικρῷ [[πρόσθεν]], ὀλίγῳ πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Β, κτλ. 4) μικρόν, «ὀλίγον τι», σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, σμ. ἐκβαίνειν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, [[αὐτόθι]] 3. 1, 11, κτλ.· ἐπὶ βαθμοῦ, σμικρὰ [[ἔμπειρος]] Πλάτ. Πολ. 527Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], σμικρὰ ἄττα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 316Α. 5) μετὰ προθέσεων, α) ἐπὶ σμικρόν, ἐπ’ ὀλίγον, οὐχὶ ἐπὶ [[μακρόν]], ἀλλ’ οὐ [[κάτοιδα]] πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι Σοφ. Ἠλ. 414, Ἀντιφῶν 143. 31 β) κατὰ μικρὸν Ξεν. Ἀν. 7. 3, 22· οὕτω, κατὰ μικρὰ γενόμενοι [[αὐτόθι]] 5. 6, 32· - [[ὡσαύτως]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, κατὰ μικρὸν ἀεὶ Ἀριστοφ. Σφ. 702, πρβλ. 741· ἀντίθετ. τῷ ξυλλήβδην, Πλάτ. Πολ. 344Α· καὶ κατὰ σμ. ἢ μ., ὁσονδήποτε ὀλίγον, εἰ καὶ κατὰ σμικρὸν οἷοί τ’ ἐπιλαβέσθαι πῃ τἀνδρός ἐσμεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 241C, Ἰσοκρ. 28C, Δημ. 24. 18. γ) παρὰ μικρόν, παρ’ ὀλίγον, μετ’ ἀπαρεμφ., παρὰ μικρὸν ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι Εὐρ. Ἡρακλ. 295, πρβλ. Ἰσοκρ. 141Β, κτλ.· παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. 367Β· - ἀλλὰ παρὰ μικρὸν ποιῶ, ἡγοῦμαι, μικρὰν σημασίαν ἀποδίδω εἰς..., ὁ αὐτ. 52D, 98A· οὕτω, ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Σοφ. Φ. 498· τὸ παρὰ μ., [[πρᾶγμα]] μικρᾶς σημασίας, Ἀριστ. Φυσ. 2. 5, 9, Πολιτικ. 3. 5, 10· πρβλ. [[ὀλίγος]] IV. 8. δ) μετὰ μικρόν, ὀλίγον κατόπιν, μετ’ ὀλίγον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 73. IV. πλὴν τοῦ συνήθως συγκρ. καὶ ὑπερθετ. μικρότερος, -ότατος (Ἀριστοφ. Ἱππ. 789, Σφ. 1511, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12, Δημ. 1455. 19), ὑπάρχουσι τὰ ἀνώμαλα, [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], ἐκ τοῦ [[ἐλαχύς]], καὶ [[μείων]], [[μεῖστος]], [[ὡσαύτως]] δὲ καὶ μειότερος, μειότατος· ἴδε ἐν λέξ. [[μείων]]. - Ἐν Ἐπιγρ. Καιβελ. 106 σμεικρός. - Περὶ τῆς φράσεως: μικροῦ [[δεῖν]] ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ, 2, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
|lstext='''μῑκρός''': καὶ σμῑκρός, ά, όν, Δωρ., [[μικκός]] (ὃ ἴδε)· ― τὸν τύπον σμικρὸς ἀπαιτεῖ τὸν [[μέτρον]] ἐν Ἰλ. Ρ. 757, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 115, ἠδύνατο δὲ νὰ τεθῇ καὶ ἐν Ἰλ. Ε. 801, Ὀδ. Γ. 296 ([[ἔνθα]] τὰ κείμενα ἔχουσι [[μικρός]])· [[εἶναι]] πιθανῶς ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ἡροδ. (τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μικρὸς ἐν 2. 74)· συχνὸν παρὰ Πινδ.· καὶ πιθ. ἀείποτε παρὰ τοῖς Τραγ. (πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[μικρός]])· ἀείποτε παρὰ Θουκ. καὶ συχνότατα παρὰ Πλάτ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀριστοφ. καὶ ἄλλοις κωμικοῖς μικρὸς [[εἶναι]] ὁ ἐπικρατῶν [[τύπος]], ἀλλ’ [[ὅμως]] καὶ ὁ τύπ. σμικρὸς εὑρίσκεται ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 523, Σφ. 5, πρβλ. Meineke Πίνακ. Κωμικ. [ῐ μόνον παρὰ τοῖς [[λίαν]] μεταγεν. ποιηταῖς, Ἰακωψ. Ἀνθ. 178, 978]. (Ἴσως ἐκ √ΜΙΝ, ἢ μινκρός, ἴδε ἐν λ. [[μινύθω]]). Μικρός, [[ὀλίγος]], 1) κατὰ τὸ [[μέγεθος]], τὸ [[μῆκος]] ἢ τὸν ὄγκον, μικρὸς ἔην [[δέμας]] Ἰλ. Ε. 801· μικρὸς δὲ [[λίθος]] Ὀδ. Γ. 296· κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Ἰλ. Ρ. 757· σμ. ἄστεα Ἡρόδ. 1. 5· μεγάθεϊ μὲν μικρὸν Β. 74· [[μικκός]] γα [[μᾶκος]] (Boeot.) Ἀριστοφ. Ἀχ. 909· ― μεθ’ ὑποκοριστικῶν, μ. [[πολίχνιον]], [[γῄδιον]], [[παιδάριον]] Ἰσοκρ. 111D, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38, Ἀγησ. 1, 21· καὶ ὡς κωμικὴ [[ὑπερβολή]], [[δικαστηρίδιον]] μικρὸν [[πάνυ]] Ἀριστοφ. Σφ. 803, πρβλ. Νεφ. 630, κτλ.· ― μετ’ ἀπαρ., μικροὶ δ’ ὁρᾶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 821· ― [[λέξις]] ὀνειδιστικὴ παρ’ Ἀθηναίοις, Κλειγένης ὁ μικρὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 709, πρβλ. Meineke εἰς Ἀλέξιδος «Φαῖδρον» 2· Ἀμύντας ὁ μ. Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16. 2) ἐπὶ ποσότητος, σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 359· μέλιτος μικρὸν Ἀριστοφ. Σφ. 878· μ. [[ὄψον]], [[ἀργύριον]], [[ἔλαιον]], κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 1, κτλ. 3) κατὰ βαθμὸν ἢ σπουδαιότητα, [[μικρός]], [[μηδαμινός]], [[ἀνάξιος]] λόγου, [[ἐλαφρός]], σμ. [[πρόφασις]] Θέογν. 323· [[ἔπος]], [[ἔγκλημα]], [[ῥοπή]], κτλ., Σοφ. Ο. Κ. 443, Τρ. 361· ἐκ σμικροῦ λόγου, διὰ μικρὰς προφάσεις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 620· ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν, ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, [[αὐτόθι]] 569· αἰτίας μικρᾶς πέρι Εὐρ. Ἀνδρ. 387, κτλ.· οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, Δημ. 352. 22· ― ἐπὶ προσώπων, [[μικρός]], [[μικροπρεπής]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέγας]], σμικρὸς ἐν σμικροῖς, [[μέγας]] ἐν μεγάλοις Πινδ. Π. 3. 191, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 161, κτλ.· σμ. τίθησί με, μὲ θεωρεῖ ὡς μικροῦ λόγου ἄξιον, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 958· [[βίος]] ὁ μ. = [[μέτριος]], Εὐρ. Ἀποσπ. 506· σμικρότατος τὴν δύναμιν Πλάτ. Πολ. 473Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ νοῦ, οὐ σμικρὸν φρονεῖ Σοφ. Αἴ. 1120· ἐπὶ ὕφους, [[ταπεινός]], Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 3. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[ὀλίγος]], [[βραχύς]], [[σύντομος]], Πινδ. Ο. 12. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 126, κτλ.· εἰς σμ. χρόνον Πλάτ. Πολ. 498D· [[ὡσαύτως]], ἐν σμικρῷ (δηλ. χρόνῳ), ἐντὸς ὀλίγου, Ξεν. Κυν. 5, 32, Ἱππ. 8, 7· πρὸ μικροῦ Πολυδ. Α΄, 72. ΙΙΙ. Ἐπιρρ. χρήσεις: 1) ὡς ὁμαλ. ἐπίρρ., σμικρῶς, Πλάτ. Κριτί. 107D· ὑπερθετ. σμικρότατα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12. 2) σμικροῦ ἢ μικροῦ, παρ’ ὀλίγον, [[σχεδόν]], ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 4, 8, Δημ. 277. 20, κτλ.· πλῆρες: μικροῦ δεῖ ἢ [[δεῖν]], ἴδε ἐν λ. δεῖ ΙΙ, δέω (Β) Ι: μικροῦ ἀπολείπεσθαι Ἰακωψίου Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 914· ― ἀλλὰ μικροῦ πρίασθαι, ἀντὶ ὀλίγου, δηλ. εὐθηνά, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 4. 3) μικρῷ ὀλίγον ἢ ὀλίγῳ, μετὰ τοῦ συγκρ., Πλάτ. Πολιτ. 262C, κτλ.· σμικρῷ [[πρόσθεν]], ὀλίγῳ πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 719Β, κτλ. 4) μικρόν, «ὀλίγον τι», σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, σμ. ἐκβαίνειν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, [[αὐτόθι]] 3. 1, 11, κτλ.· ἐπὶ βαθμοῦ, σμικρὰ [[ἔμπειρος]] Πλάτ. Πολ. 527Α, κτλ.· [[ὡσαύτως]], σμικρὰ ἄττα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 316Α. 5) μετὰ προθέσεων, α) ἐπὶ σμικρόν, ἐπ’ ὀλίγον, οὐχὶ ἐπὶ [[μακρόν]], ἀλλ’ οὐ [[κάτοιδα]] πλὴν ἐπὶ σμικρὸν φράσαι Σοφ. Ἠλ. 414, Ἀντιφῶν 143. 31 β) κατὰ μικρὸν Ξεν. Ἀν. 7. 3, 22· οὕτω, κατὰ μικρὰ γενόμενοι [[αὐτόθι]] 5. 6, 32· - [[ὡσαύτως]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, κατὰ μικρὸν ἀεὶ Ἀριστοφ. Σφ. 702, πρβλ. 741· ἀντίθετ. τῷ ξυλλήβδην, Πλάτ. Πολ. 344Α· καὶ κατὰ σμ. ἢ μ., ὁσονδήποτε ὀλίγον, εἰ καὶ κατὰ σμικρὸν οἷοί τ’ ἐπιλαβέσθαι πῃ τἀνδρός ἐσμεν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 241C, Ἰσοκρ. 28C, Δημ. 24. 18. γ) παρὰ μικρόν, παρ’ ὀλίγον, μετ’ ἀπαρεμφ., παρὰ μικρὸν ψυχὴν ἦλθεν διακναῖσαι Εὐρ. Ἡρακλ. 295, πρβλ. Ἰσοκρ. 141Β, κτλ.· παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν ὁ αὐτ. 367Β· - ἀλλὰ παρὰ μικρὸν ποιῶ, ἡγοῦμαι, μικρὰν σημασίαν ἀποδίδω εἰς..., ὁ αὐτ. 52D, 98A· οὕτω, ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Σοφ. Φ. 498· τὸ παρὰ μ., [[πρᾶγμα]] μικρᾶς σημασίας, Ἀριστ. Φυσ. 2. 5, 9, Πολιτικ. 3. 5, 10· πρβλ. [[ὀλίγος]] IV. 8. δ) μετὰ μικρόν, ὀλίγον κατόπιν, μετ’ ὀλίγον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 73. IV. πλὴν τοῦ συνήθως συγκρ. καὶ ὑπερθετ. μικρότερος, -ότατος (Ἀριστοφ. Ἱππ. 789, Σφ. 1511, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 12, Δημ. 1455. 19), ὑπάρχουσι τὰ ἀνώμαλα, [[ἐλάσσων]], [[ἐλάχιστος]], ἐκ τοῦ [[ἐλαχύς]], καὶ [[μείων]], [[μεῖστος]], [[ὡσαύτως]] δὲ καὶ μειότερος, μειότατος· ἴδε ἐν λέξ. [[μείων]]. - Ἐν Ἐπιγρ. Καιβελ. 106 σμεικρός. - Περὶ τῆς φράσεως: μικροῦ [[δεῖν]] ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ, 2, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />petit :<br /><b>1</b> de petite taille <i>ou</i> de petite dimension;<br /><b>2</b> en petite quantité, peu considérable;<br /><b>3</b> de médiocre qualité, peu important, faible ; <i>en mauv. part</i> μικρὸν φρονεῖν, avoir des sentiments petits, bas ; [[ἐν]] σμικρῷ ποιεῖσθαι SOPH faire peu de cas de, acc.;<br /><b>4</b> de peu de durée : [[εἰς]] σμικρὸν χρόνον, μικρὸν χρόνον, [[ἐν]] μικρῷ, en peu de temps;<br /><i>Adv.</i> <b>1</b> • <i>acc.</i> μικρόν, un peu, un peu de temps, <i>ou</i> peu : κατὰ σμικρόν, en petits morceaux, peu à peu ; ἐπὶ σμικρόν, quelque peu <i>ou</i> si peu que rien ; [[εἰς]] μικρόν, pour un peu de temps ; παρὰ μικρόν, pour peu ; παρὰ μικρὸν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, ἡγεῖσθαι faire peu de cas de ; παρὰ μικρὸν [[ἐδέησα]] avec l'inf. peu s'en fallut que je ne ; κατὰ μικρά XÉN en petits morceaux;<br /><b>2</b> • <i>gén.</i> μικροῦ : μικροῦ [[δεῖν]] avec l'inf. <i>ou simpl.</i> μικροῦ peu s'en faut, presque ; μικροῦ κἀκεῖνον ἐξετραχήλισε XÉN peu s'en fallut même qu’il ne le renversât;<br /><i>Cp.</i> μικρότερος, <i>Sp.</i> μικρότατος ; <i>plus souv. Cp.</i> [[μείων]], [[μειότερος]] <i>ou</i> [[ἐλάσσων]] ; <i>Sp.</i> [[μεῖστος]], [[μειότατος]] <i>ou</i> [[ἐλάχιστος]].<br />'''Étymologie:''' R. Μι, diminuer.
}}
}}
{{Slater
{{Slater