Anonymous

μυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] ῆρος, ὁ, [[Nase]], [[Nüstern]], gew. im plur.; Soph. frg. 320; εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο, Eur. Alc. 496; μυκτῆρες ὀσφραντήριοι sagt Eur. bei Ar. Ran. 891; οἷον μυκτὴρ μυκᾶται, Vesp. 1488; ποῖ παρακλίνεις τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας, Pax 158. – Auch der Elephantenrüssel, Arist. part. anim. 2, 16. – Die Tülle an der Lampe, Ar. Eccl. 5. – Übertr. auch Spott, Hohn, Verachtung, die sich durch Naserümpfen und ein wegwerfendes Schnieben der Nase kund geben, Timon. bei D. L. 2, 19; [[Σωκρατικός]], Ep. ad. 543 (IX, 188); Luc. Prom. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] ῆρος, ὁ, [[Nase]], [[Nüstern]], gew. im plur.; Soph. frg. 320; εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο, Eur. Alc. 496; μυκτῆρες ὀσφραντήριοι sagt Eur. bei Ar. Ran. 891; οἷον μυκτὴρ μυκᾶται, Vesp. 1488; ποῖ παρακλίνεις τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας, Pax 158. – Auch der Elephantenrüssel, Arist. part. anim. 2, 16. – Die Tülle an der Lampe, Ar. Eccl. 5. – Übertr. auch Spott, Hohn, Verachtung, die sich durch Naserümpfen und ein wegwerfendes Schnieben der Nase kund geben, Timon. bei D. L. 2, 19; [[Σωκρατικός]], Ep. ad. 543 (IX, 188); Luc. Prom. 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />narine <i>litt.</i> la muqueuse, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[οἱ]] μυκτῆρες les narines, le nez ; <i>en parl. d'animaux</i> naseaux d'un cheval, narines d'un chien;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> flair ; raillerie, moquerie.<br />'''Étymologie:''' R. Μυκ, sécréter ; cf. [[μύξα]], <i>lat.</i> mungo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[μύσσομαι]]) ἡ ῥίς, «[[μύτη]]», [[ῥώθων]], Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 983· φλέγει δ’ ὁ μ., ἐπὶ τοῦ πυριπνόου ταύρου τοῦ Αἰήτου, Σοφ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1488, κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[μυξωτῆρες]], ἐν τῷ πληθ. οἱ ῥώθωνες, Ἡρόδ. 3. 87, Ἀριστοφ. Βάτρ. 891, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 6· ― μεταφορ., μ. λαμπάδος, ἡ ἐξέχουσα [[ἄκρα]] τοῦ λύχνου [[ἔνθα]] ἡ θρυαλίς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 5. 2) ὡς ἐκ τῆς χρήσεως τῆς ῥινὸς πρὸς ἐκδήλωσιν χλεύης (πρβλ. [[μυκτηρίζω]]), [[μυκτηριστής]], ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 188· ― [[ὡσαύτως]] [[σκῶμμα]], ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. ἐλέφαντος προβοσκίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 16, 2, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ φυσητῆρος ἢ αὐλοῦ τῶν [[μαλακίων]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 4· ― πρβλ. προβοσκίς.
|lstext='''μυκτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[μύσσομαι]]) ἡ ῥίς, «[[μύτη]]», [[ῥώθων]], Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 983· φλέγει δ’ ὁ μ., ἐπὶ τοῦ πυριπνόου ταύρου τοῦ Αἰήτου, Σοφ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1488, κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[μυξωτῆρες]], ἐν τῷ πληθ. οἱ ῥώθωνες, Ἡρόδ. 3. 87, Ἀριστοφ. Βάτρ. 891, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 6· ― μεταφορ., μ. λαμπάδος, ἡ ἐξέχουσα [[ἄκρα]] τοῦ λύχνου [[ἔνθα]] ἡ θρυαλίς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 5. 2) ὡς ἐκ τῆς χρήσεως τῆς ῥινὸς πρὸς ἐκδήλωσιν χλεύης (πρβλ. [[μυκτηρίζω]]), [[μυκτηριστής]], ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 188· ― [[ὡσαύτως]] [[σκῶμμα]], ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. ἐλέφαντος προβοσκίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 16, 2, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ φυσητῆρος ἢ αὐλοῦ τῶν [[μαλακίων]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 4· ― πρβλ. προβοσκίς.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />narine <i>litt.</i> la muqueuse, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[οἱ]] μυκτῆρες les narines, le nez ; <i>en parl. d'animaux</i> naseaux d'un cheval, narines d'un chien;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> flair ; raillerie, moquerie.<br />'''Étymologie:''' R. Μυκ, sécréter ; cf. [[μύξα]], <i>lat.</i> mungo.
}}
}}
{{lsm
{{lsm