Anonymous

λεῖος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] ὁ, eine glatte Haifischart. α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, [[glatt]]; [[λεῖος]] ὥςπερ [[ἔγχελυς]] Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ [[ὀλισθηρός]], Luc. Tim. 29; Ggstz von [[τραχύς]], Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, [[χῶρος]] [[λεῖος]] πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; [[ἱππόδρομος]], Il. 23, 330; [[ὁδός]], Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch [[ἄροσις]] λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς [[πεδίον]] Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, [[πεδίον]] καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν [[λεῖος]] τὸ [[γένειον]] Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον [[ὕφασμα]] Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παθήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύθοις Aesch. Prom. 650; [[πνεῦμα]] λ. καὶ καθεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤθους Plat. Crat. 406 a; λειότερος [[ἔλεος]] Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, [[φωνή]], im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; [[κίνημα]], S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ [[λεία]] τῆς σαρκὸς [[κίνησις]] pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσθησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσθαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] ὁ, eine glatte Haifischart. α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, [[glatt]]; [[λεῖος]] ὥςπερ [[ἔγχελυς]] Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ [[ὀλισθηρός]], Luc. Tim. 29; Ggstz von [[τραχύς]], Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, [[χῶρος]] [[λεῖος]] πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; [[ἱππόδρομος]], Il. 23, 330; [[ὁδός]], Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch [[ἄροσις]] λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς [[πεδίον]] Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, [[πεδίον]] καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν [[λεῖος]] τὸ [[γένειον]] Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον [[ὕφασμα]] Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παθήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύθοις Aesch. Prom. 650; [[πνεῦμα]] λ. καὶ καθεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤθους Plat. Crat. 406 a; λειότερος [[ἔλεος]] Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, [[φωνή]], im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; [[κίνημα]], S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ [[λεία]] τῆς σαρκὸς [[κίνησις]] pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσθησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσθαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />lisse, uni :<br /><b>1</b> lisse au toucher, poli;<br /><b>2</b> uni, non couvert de broderies, non brodé;<br /><b>3</b> uni, aplani ; avec un gén. : [[χῶρος]] [[λεῖος]] πετράων OD terrain sans roches;<br /><b>4</b> sans barbe;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> uni, calme, doux : λεῖοι μῦθοι ESCHL douces paroles.<br />'''Étymologie:''' R. ΛεϜ, lisser, polir, cf. [[λευρός]], <i>lat.</i> levis.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεῖος''': -α, -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁμαλὸς εἰς τὴν ἀφήν, ἀντίθετ. τῷ [[τραχύς]], [[αἴγειρος]] Ἰλ. Δ. 484· [[λεῖος]] [[ὥσπερ]] [[ἔγχελυς]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 25, πρβλ. Foës. Oec. εἰς Ἱππ.· τὰ τραχέα καὶ λ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· συχν. παρὰ Πλάτ., κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὑφασμάτων, [[ὁμαλός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἄνευ]] κεντημάντων, λ. τε καὶ ὑφαντὰ Θουκ. 2. 97· λ. [[ὕφασμα]] Πλάτ. Πολιτ. 310Ε· [[χιτωνίσκιον]] λ. Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 47· λεῖα ἐκπεποιημένα, εἰργασμένον ὁμαλόν, λεῖον, ἐπὶ μαρμάρου, [[αὐτόθι]] 160Β. 27· πρβλ. [[λειουργός]]. 2) παρ’ Ὁμ., πρὸ πάντων ἐπὶ πεδινῶν τόπων ἢ χωρῶν, [[λεῖος]] δ’ [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]] Ἰλ. Ψ. 330· ἐν λείῳ πεδίῳ [[αὐτόθι]] 359· λ. ὁδός Ὀδ. Κ. 103, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 286· λ. ἄροσις Ὀδ. Ι. 134· λεῖα δ’ ἐποίησεν ([[θεμείλια]]), ἰσοπέδωσεν αὐτὰ μὲ τὸ [[ἔδαφος]], Ἰλ. Μ. 30· [[πεδίον]] λ. Ἡρόδ. 2. 29· [[χωρίον]] λειότατον 7. 9, 2· ἡ λειοτάτη τῶν ὁδῷν 9. 96· λ. [[θάλασσα]], ὁμαλή, [[ἀτάραχος]], 2. 117. β) μετὰ γεν., [[χῶρος]]... [[λεῖος]] πετράων, [[ὁμαλός]], δηλ. ἀπηλλαγμένος πετρῶν, βράχων, Ὀδ. Ε. 443., Η. 282. 3) ἔχων ὁμαλὴν ἐπιδερμίδα, ἄτριχος, Λατ. lēvis, ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ [[δασύς]], Ἱππ., Ἀριστ.· λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν [[ἄνθρωπος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 9· [[μάλιστα]] ἐπὶ νεανίου, ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα λείαν, [[ἀγένειος]] (πρβλ. [[λείαξ]]), Θεόκρ. 5. 90· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἰχθύων ἐχόντων τὸ δέρμα λεῖον, ἀντίθετ. τῷ [[λεπιδωτός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 10· τὸ λεῖον Ἱππ. 1090G, 1176A, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1. 4) μεταφ., [[λεῖος]], [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[πνεῦμα]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1001, πρβλ. Λοβ. Αἴ. 673· ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολιτ. 307Α, Τίμ. 67Β· ἐπὶ τῆς γεύσεως, Τίμ. Λοκρ. 100Ε κἑξ.· κινήματα Πλούτ. 2. 1122Ε· - [[ὡσαύτως]], λ. μῦθοι Αἰσχύλ. Πρ. 647· τὸ ἥμερον τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Πλάτ. Κρατ. 406Α· αἱ λ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 51D· λ. [[πάθημα]] ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 63Ε· λ. [[κίνησις]], Κυρηναϊκὴ [[φράσις]] σημαίνουσα τὴν ἡδονήν, παρὰ Διογ. Λ. 2. 86· λ. ἡσυχίη Ἀνθ. Π. 7. 278· ὡς λειοτέρου ἐλαίου ὑπάρξαντος, [[ἔνθα]] ὁ Reiske ἑτοιμοτέρου, Πολύβ. 20. 9, 11· - τὸ λεῖον = [[λειότης]], τῆς ἑρμηνείας Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 24· ἐπίρρ. λείως, [[ὁμαλῶς]], ἐλαφρῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 144Β. ΙΙ. τριφθείς, ἢ κοπανισθείς, εἰς κόνιν μεταβληθείς, Διοσκ. 3. 81, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. [[λειόω]] ΙΙ. (Ἐκ √ ΛΕϜ ἢ ΛΕΙϜ, πρβλ. λευρὸς (ὃ ἐστὶ λεϜρός), Λατ. lvē-is, lēv-itas, lēv-igare· - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ [[λειαίνω]] καὶ [[λείαξ]]).
|lstext='''λεῖος''': -α, -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁμαλὸς εἰς τὴν ἀφήν, ἀντίθετ. τῷ [[τραχύς]], [[αἴγειρος]] Ἰλ. Δ. 484· [[λεῖος]] [[ὥσπερ]] [[ἔγχελυς]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 25, πρβλ. Foës. Oec. εἰς Ἱππ.· τὰ τραχέα καὶ λ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· συχν. παρὰ Πλάτ., κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὑφασμάτων, [[ὁμαλός]], [[ἁπλοῦς]], [[ἄνευ]] κεντημάντων, λ. τε καὶ ὑφαντὰ Θουκ. 2. 97· λ. [[ὕφασμα]] Πλάτ. Πολιτ. 310Ε· [[χιτωνίσκιον]] λ. Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 47· λεῖα ἐκπεποιημένα, εἰργασμένον ὁμαλόν, λεῖον, ἐπὶ μαρμάρου, [[αὐτόθι]] 160Β. 27· πρβλ. [[λειουργός]]. 2) παρ’ Ὁμ., πρὸ πάντων ἐπὶ πεδινῶν τόπων ἢ χωρῶν, [[λεῖος]] δ’ [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]] Ἰλ. Ψ. 330· ἐν λείῳ πεδίῳ [[αὐτόθι]] 359· λ. ὁδός Ὀδ. Κ. 103, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 286· λ. ἄροσις Ὀδ. Ι. 134· λεῖα δ’ ἐποίησεν ([[θεμείλια]]), ἰσοπέδωσεν αὐτὰ μὲ τὸ [[ἔδαφος]], Ἰλ. Μ. 30· [[πεδίον]] λ. Ἡρόδ. 2. 29· [[χωρίον]] λειότατον 7. 9, 2· ἡ λειοτάτη τῶν ὁδῷν 9. 96· λ. [[θάλασσα]], ὁμαλή, [[ἀτάραχος]], 2. 117. β) μετὰ γεν., [[χῶρος]]... [[λεῖος]] πετράων, [[ὁμαλός]], δηλ. ἀπηλλαγμένος πετρῶν, βράχων, Ὀδ. Ε. 443., Η. 282. 3) ἔχων ὁμαλὴν ἐπιδερμίδα, ἄτριχος, Λατ. lēvis, ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ [[δασύς]], Ἱππ., Ἀριστ.· λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν [[ἄνθρωπος]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 9· [[μάλιστα]] ἐπὶ νεανίου, ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα λείαν, [[ἀγένειος]] (πρβλ. [[λείαξ]]), Θεόκρ. 5. 90· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἰχθύων ἐχόντων τὸ δέρμα λεῖον, ἀντίθετ. τῷ [[λεπιδωτός]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 10· τὸ λεῖον Ἱππ. 1090G, 1176A, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1. 4) μεταφ., [[λεῖος]], [[μαλακός]], [[ἥσυχος]], [[πνεῦμα]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1001, πρβλ. Λοβ. Αἴ. 673· ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολιτ. 307Α, Τίμ. 67Β· ἐπὶ τῆς γεύσεως, Τίμ. Λοκρ. 100Ε κἑξ.· κινήματα Πλούτ. 2. 1122Ε· - [[ὡσαύτως]], λ. μῦθοι Αἰσχύλ. Πρ. 647· τὸ ἥμερον τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Πλάτ. Κρατ. 406Α· αἱ λ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 51D· λ. [[πάθημα]] ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 63Ε· λ. [[κίνησις]], Κυρηναϊκὴ [[φράσις]] σημαίνουσα τὴν ἡδονήν, παρὰ Διογ. Λ. 2. 86· λ. ἡσυχίη Ἀνθ. Π. 7. 278· ὡς λειοτέρου ἐλαίου ὑπάρξαντος, [[ἔνθα]] ὁ Reiske ἑτοιμοτέρου, Πολύβ. 20. 9, 11· - τὸ λεῖον = [[λειότης]], τῆς ἑρμηνείας Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 24· ἐπίρρ. λείως, [[ὁμαλῶς]], ἐλαφρῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 144Β. ΙΙ. τριφθείς, ἢ κοπανισθείς, εἰς κόνιν μεταβληθείς, Διοσκ. 3. 81, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. [[λειόω]] ΙΙ. (Ἐκ √ ΛΕϜ ἢ ΛΕΙϜ, πρβλ. λευρὸς (ὃ ἐστὶ λεϜρός), Λατ. lvē-is, lēv-itas, lēv-igare· - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ [[λειαίνω]] καὶ [[λείαξ]]).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />lisse, uni :<br /><b>1</b> lisse au toucher, poli;<br /><b>2</b> uni, non couvert de broderies, non brodé;<br /><b>3</b> uni, aplani ; avec un gén. : [[χῶρος]] [[λεῖος]] πετράων OD terrain sans roches;<br /><b>4</b> sans barbe;<br /><b>5</b> <i>fig.</i> uni, calme, doux : λεῖοι μῦθοι ESCHL douces paroles.<br />'''Étymologie:''' R. ΛεϜ, lisser, polir, cf. [[λευρός]], <i>lat.</i> levis.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth