3,273,093
edits
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0236.png Seite 236]] ἡ (eine Art comparat. zu [[νέος]], vgl. [[νείατος]]); bei Hom. nur in der Vrbdg [[νείαιρα]] [[γαστήρ]], der untere Theil des Bauches, der Unterleib, IL. 5, 539. 16, 485. 17, 519 (vgl. [[ὕστερος]]); [[σάρξ]], Nic. Al. 270; bei Hippocr. subst. ἡ ν., der Unterleib, νείαιραν εἰς πλευράν, Eur. Rhes. 794. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0236.png Seite 236]] ἡ (eine Art comparat. zu [[νέος]], vgl. [[νείατος]]); bei Hom. nur in der Vrbdg [[νείαιρα]] [[γαστήρ]], der untere Theil des Bauches, der Unterleib, IL. 5, 539. 16, 485. 17, 519 (vgl. [[ὕστερος]]); [[σάρξ]], Nic. Al. 270; bei Hippocr. subst. ἡ ν., der Unterleib, νείαιραν εἰς πλευράν, Eur. Rhes. 794. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />plus récente ; qui vient ensuite, <i>avec idée de lieu</i> qui vient après, au-dessous : γαστὴρ νειαίρη IL le bas-ventre, les entrailles.<br />'''Étymologie:''' Cp. épq. et ion. de [[νέος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νείαιρᾰ''': Ἰων. -ρη, ἡ, ἀνώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. πρέσβειρα) τοῦ [[νέος]], ὡς τὰ [[νέατος]], [[νείατος]] [[εἶναι]] ὑπερθετ., νειαίρῃ δ’ ἐν γαστρί, ἐν τῷ κατωτέρῳ μέρει τῆς κοιλίας, Ἰλ. Ε. 539, 616, κλ.· νειαίρην σάρκα Νικ. Ἀλεξιφ. 270 - ὡς οὐσιαστ., ἡ [[νείαιρα]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει συνῃρ. τύπον «νειρή· [[κοιλία]] ἐσχάτη» [[ὅθεν]] ὁ Casaub. διορθοῖ νείρᾳ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479· πρβλ. νειρό, ΙΙ. ΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. [[ὄνομα]] Νέαιρα, (= ἡ νεωτέρα). | |lstext='''νείαιρᾰ''': Ἰων. -ρη, ἡ, ἀνώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. πρέσβειρα) τοῦ [[νέος]], ὡς τὰ [[νέατος]], [[νείατος]] [[εἶναι]] ὑπερθετ., νειαίρῃ δ’ ἐν γαστρί, ἐν τῷ κατωτέρῳ μέρει τῆς κοιλίας, Ἰλ. Ε. 539, 616, κλ.· νειαίρην σάρκα Νικ. Ἀλεξιφ. 270 - ὡς οὐσιαστ., ἡ [[νείαιρα]], τὸ [[ὑπογάστριον]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει συνῃρ. τύπον «νειρή· [[κοιλία]] ἐσχάτη» [[ὅθεν]] ὁ Casaub. διορθοῖ νείρᾳ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479· πρβλ. νειρό, ΙΙ. ΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. [[ὄνομα]] Νέαιρα, (= ἡ νεωτέρα). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |