3,273,735
edits
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0114.png Seite 114]] fut. u. die anderen tempp. von [[μεθύω]], berauschen, in Wein trunken machen, auch übertr. wie unser berauschen, δι' ἡδονῆς μεθύσκοντα Plat. Legg. I, 649 d u. Sp., μεθύσασα ἑαυτὴν οἴνῳ, Luc. Dea Syr. 22. Ueb. benetzen, τέφρην, Ep. ad. 78 (XI, 8); βωμοὺς ἐν γάλακτι μεθύσας, Philp. 7 (VI, 99). – Pass. sich berauschen, zechen; Her. 1, 133; Xen. Hell. 3, 2, 20; Pol. 4, 57, 3; berauscht werden, πίνων οὐ μεθύσκεται, Xen. Cyr. 1, 3, 11; Plat. Conv. 176 c; bes. im aor. ἐμεθύσθην, τινός, von Etwas, μεθυσθεὶς νέκταρος 203 b, wie ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Rep. VIII, 562 d; ἀνθοσμίου μεθύσκεσθαι, Luc. Ep. Saturn. 22; dazu äol. inf. μεθύσθην für μεθυσθῆναι, Alcaeus bei Ath. X, 430 c; μεμεθυσμένος, M. Arg. 17 (XI, 26); Hedyl. bei Ath. IV, 176 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0114.png Seite 114]] fut. u. die anderen tempp. von [[μεθύω]], berauschen, in Wein trunken machen, auch übertr. wie unser berauschen, δι' ἡδονῆς μεθύσκοντα Plat. Legg. I, 649 d u. Sp., μεθύσασα ἑαυτὴν οἴνῳ, Luc. Dea Syr. 22. Ueb. benetzen, τέφρην, Ep. ad. 78 (XI, 8); βωμοὺς ἐν γάλακτι μεθύσας, Philp. 7 (VI, 99). – Pass. sich berauschen, zechen; Her. 1, 133; Xen. Hell. 3, 2, 20; Pol. 4, 57, 3; berauscht werden, πίνων οὐ μεθύσκεται, Xen. Cyr. 1, 3, 11; Plat. Conv. 176 c; bes. im aor. ἐμεθύσθην, τινός, von Etwas, μεθυσθεὶς νέκταρος 203 b, wie ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Rep. VIII, 562 d; ἀνθοσμίου μεθύσκεσθαι, Luc. Ep. Saturn. 22; dazu äol. inf. μεθύσθην für μεθυσθῆναι, Alcaeus bei Ath. X, 430 c; μεμεθυσμένος, M. Arg. 17 (XI, 26); Hedyl. bei Ath. IV, 176 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μεθύσω, <i>ao.</i> ἐμέθυσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> μεθυσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμεθύσθην, <i>pf.</i> μεμέθυσμαι ; <i>au Moy. seul. prés. et impf.</i><br />enivrer, acc.;<br /><i>Pass.-Moy.</i> μεθύσκομαι (<i>f.</i> μεθυσθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμεθύσθην, <i>pf.</i> μεμέθυσμαι);<br /><b>1</b> s'enivrer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> festiner, faire bonne chère, faire bombance.<br />'''Étymologie:''' [[μέθυ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθύσκω''': μέλλ. ύσω [ῠ], Ἑβδ.· ἀόρ. α΄ ἐμέθῠσα, Ἐπικ. -υσσα Νόνν., ἀπαρ. μεθύσαι Ἄλεξ. [[ἔνθα]] κατωτ. - Παθ., μέλλ. μεθυσθήσομαι Λουκ. περὶ Πένθ. 13, Διογ. Λ. 7, 118· ἀόρ. ἐμεθύσθην Εὐρ., κτλ., Αἰολ. ἀπαρ. μεθύσθην Ἀλκαῖ. 35· πρκμ. μεμέθυσμαι Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 176D· - πρβλ. ἐκ-, κατα-[[μεθύσκω]]. Μεταβ. τοῦ [[μεθύω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθυσθῇ, «μεθῶ» τινα, [[Διόνυσος]] οἶδε τὸ μεθύσαι μόνον Ἄλεξ. ἐν «Συντρ.» 2. μ. ἑαυτὴν οἴνῳ Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 22· μεταφ., πάνθ’ ὅσα δι’ ἡδονῆς μεθύσκοντα παράφρονας ποεῖ Πλάτ. Νόμ. 649D· τὴν αἴσθησιν Θόφρ. π. Ὀσμ. 46. 2) [[παρέχω]] εἴς τινα ποτόν, θηλὴ μεθύσκει με μητρῴη Βαβρ. 89. 9· βρέχω, [[ὑγραίνω]], βωμούς, τέφρην Ἀνθ. Π. 6. 99., 11. 8. ΙΙ. Παθ. = [[μεθύω]], κοινῶς «μεθῶ» καὶ «μεθάω», Ἡρόδ. 1. 133, κτλ.· οἴνῳ 1. 202· πίνων οὐ μεθύσκεται Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11· - ἀόρ. ἐμεθύσθην, «ἐμέθυσα», [[ἅπαξ]] μεθυσθεὶς Εὐρ. Κύκλ. 167, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1244· ἀνθρώπους οἵους μεθυσθέντας Δημ. 23. 16· μετὰ γεν., νέκταρος, μὲ [[νέκταρ]], Πλάτ. Συμπ. 203Β· - μεταφ., ταῖς ἐξουσίαις Διον. Ἁλ. 4. 74· - ἐν Ἱππ. 678. 46, μὴ μεθυσκέτω, κεῖται ἐν τῷ μέσῳ ἀντὶ μεθυσκέσθω. - Περὶ τοῦ [[μεθύσκω]] καὶ [[μεθύω]] ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42 κἑξ. | |lstext='''μεθύσκω''': μέλλ. ύσω [ῠ], Ἑβδ.· ἀόρ. α΄ ἐμέθῠσα, Ἐπικ. -υσσα Νόνν., ἀπαρ. μεθύσαι Ἄλεξ. [[ἔνθα]] κατωτ. - Παθ., μέλλ. μεθυσθήσομαι Λουκ. περὶ Πένθ. 13, Διογ. Λ. 7, 118· ἀόρ. ἐμεθύσθην Εὐρ., κτλ., Αἰολ. ἀπαρ. μεθύσθην Ἀλκαῖ. 35· πρκμ. μεμέθυσμαι Ἡδύλ. παρ’ Ἀθην. 176D· - πρβλ. ἐκ-, κατα-[[μεθύσκω]]. Μεταβ. τοῦ [[μεθύω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθυσθῇ, «μεθῶ» τινα, [[Διόνυσος]] οἶδε τὸ μεθύσαι μόνον Ἄλεξ. ἐν «Συντρ.» 2. μ. ἑαυτὴν οἴνῳ Λουκ. π. τῆς Συρ. Θεοῦ 22· μεταφ., πάνθ’ ὅσα δι’ ἡδονῆς μεθύσκοντα παράφρονας ποεῖ Πλάτ. Νόμ. 649D· τὴν αἴσθησιν Θόφρ. π. Ὀσμ. 46. 2) [[παρέχω]] εἴς τινα ποτόν, θηλὴ μεθύσκει με μητρῴη Βαβρ. 89. 9· βρέχω, [[ὑγραίνω]], βωμούς, τέφρην Ἀνθ. Π. 6. 99., 11. 8. ΙΙ. Παθ. = [[μεθύω]], κοινῶς «μεθῶ» καὶ «μεθάω», Ἡρόδ. 1. 133, κτλ.· οἴνῳ 1. 202· πίνων οὐ μεθύσκεται Ξεν. Κύρ. 1. 3, 11· - ἀόρ. ἐμεθύσθην, «ἐμέθυσα», [[ἅπαξ]] μεθυσθεὶς Εὐρ. Κύκλ. 167, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1244· ἀνθρώπους οἵους μεθυσθέντας Δημ. 23. 16· μετὰ γεν., νέκταρος, μὲ [[νέκταρ]], Πλάτ. Συμπ. 203Β· - μεταφ., ταῖς ἐξουσίαις Διον. Ἁλ. 4. 74· - ἐν Ἱππ. 678. 46, μὴ μεθυσκέτω, κεῖται ἐν τῷ μέσῳ ἀντὶ μεθυσκέσθω. - Περὶ τοῦ [[μεθύσκω]] καὶ [[μεθύω]] ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |