Anonymous

ναύσταθμον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] τό, ein Ort, wo Schiffe stehen, vor Anker gehen können, Ankerbucht; Eur. Rhes. 136 u. öfter; Thuc. 3, 6; Sp., Pol. 5, 19, 6 Plut. Pomp. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] τό, ein Ort, wo Schiffe stehen, vor Anker gehen können, Ankerbucht; Eur. Rhes. 136 u. öfter; Thuc. 3, 6; Sp., Pol. 5, 19, 6 Plut. Pomp. 24.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />port, mouillage.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[σταθμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναύσταθμον''': τό, (σταθμὸς) [[λιμήν]], ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· [[ὡσαύτως]] ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. ([[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ [[λέξις]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, [[ἔνθα]] ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος [[εἶναι]] ἄδηλον.
|lstext='''ναύσταθμον''': τό, (σταθμὸς) [[λιμήν]], ἀγκυροβολία, σταθμὸς πλοίων, Λατ. statio navium. Θουκ. 3. 6· [[ὡσαύτως]] ναύσταθμος, ὁ, Πολύβ. 5. 19, 6, Πλουτ. Νικ. 16, κτλ. ([[ἐντεῦθεν]], ἐπὶ πλοίων συνηγμένων ἐντὸς λιμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστ. 22)· ― ἡ [[λέξις]] [[συχνάκις]] ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ρήσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀλλὰ πλὴν τῶν 244, 602, [[ἔνθα]] ὑπάρχει ναύσταθμα, τὸ γένος [[εἶναι]] ἄδηλον.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />port, mouillage.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[σταθμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml