Anonymous

ναυτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] das Schiff oder den Schiffer betreffend; πάντα ναυτικὸν λεών, das Schiffsvolk, Aesch. Pers. 375; [[στρατός]], 714 Ag. 620; ναυτικῶν τ' ἐρειπίων, Schiffstrümmer, 646, wie Eur. Hel. 1086; τὸ ναυτικὸν [[στράτευμα]], I. A. 914; Soph. Phil. 58; ἐπὶ σκηναῖς ναυτικαῖς, Ai. 3; auch ναυτικὰ [[σκάφη]], Schiffe, 1257; ναυτικὴ [[ἀναρχία]], = ναυτῶν, Eur. Hec. 607; ἡ ναυτική, sc. [[τέχνη]], Schifffahrtskunde, Her. 8, 1, wie ναυτικὴ [[ἐπιστήμη]], Plat. Legg. I, 638 a; ναυτικὸς [[στρατός]], im Ggstz det Landheeres, [[πεζός]], Her. 7, 99. 203. 8, 131; ναυτικὴ [[δύναμις]], Plat. Legg. IV, 706 b, wie Pol. 1, 21, 4; τὸ ναυτικόν, die Seemacht, Flotte, Her. 7, 160, wie ἡ ναυτική, 161; Thuc. 1, 36; auch τὰ ναυτικά, Seemacht, 4, 75; Isocr. 4, 90; αἱ διὰ τὰ ναυτικὰ [[πόλεων]] δυνάμεις, Plat. Legg. IV, 707 a; Pol. 1, 59, 9; οἱ ναυτικοί, Matrosen, = ναῦται, 4, 41, 3, wie Thuc. 1, 18 u. A.; [[πόλεμος]], Seekrieg, Andoc. 4, 12; – χρήματα ναυτικά, Lys. 32, 7, u. τὸ ναυτικόν allein, Seezins, auf Schiffe ausgeliehene Kapitalien, Bodmerei, Dem. 27, 11 (s. oben ἀμφοτερόπλουν, ἑτερόπλουν); u. adv., ναυτικῶς δανείζειν, sein Geld auf Bodmerei ausleihen, D. L. 7, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] das Schiff oder den Schiffer betreffend; πάντα ναυτικὸν λεών, das Schiffsvolk, Aesch. Pers. 375; [[στρατός]], 714 Ag. 620; ναυτικῶν τ' ἐρειπίων, Schiffstrümmer, 646, wie Eur. Hel. 1086; τὸ ναυτικὸν [[στράτευμα]], I. A. 914; Soph. Phil. 58; ἐπὶ σκηναῖς ναυτικαῖς, Ai. 3; auch ναυτικὰ [[σκάφη]], Schiffe, 1257; ναυτικὴ [[ἀναρχία]], = ναυτῶν, Eur. Hec. 607; ἡ ναυτική, sc. [[τέχνη]], Schifffahrtskunde, Her. 8, 1, wie ναυτικὴ [[ἐπιστήμη]], Plat. Legg. I, 638 a; ναυτικὸς [[στρατός]], im Ggstz det Landheeres, [[πεζός]], Her. 7, 99. 203. 8, 131; ναυτικὴ [[δύναμις]], Plat. Legg. IV, 706 b, wie Pol. 1, 21, 4; τὸ ναυτικόν, die Seemacht, Flotte, Her. 7, 160, wie ἡ ναυτική, 161; Thuc. 1, 36; auch τὰ ναυτικά, Seemacht, 4, 75; Isocr. 4, 90; αἱ διὰ τὰ ναυτικὰ [[πόλεων]] δυνάμεις, Plat. Legg. IV, 707 a; Pol. 1, 59, 9; οἱ ναυτικοί, Matrosen, = ναῦται, 4, 41, 3, wie Thuc. 1, 18 u. A.; [[πόλεμος]], Seekrieg, Andoc. 4, 12; – χρήματα ναυτικά, Lys. 32, 7, u. τὸ ναυτικόν allein, Seezins, auf Schiffe ausgeliehene Kapitalien, Bodmerei, Dem. 27, 11 (s. oben ἀμφοτερόπλουν, ἑτερόπλουν); u. adv., ναυτικῶς δανείζειν, sein Geld auf Bodmerei ausleihen, D. L. 7, 13.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne la navigation <i>ou</i> les navigateurs, naval, nautique ; τὸ ναυτικόν :<br /><b>1</b> forces maritimes, flotte ; <i>plur.</i> τὰ ναυτικά <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) argent prêté à la grosse;<br /><b>II.</b> qui a l'expérience de la navigation, propre à la navigation ; ἡ ναυτική ([[τέχνη]]) <i>ou</i> τὰ ναυτικά, l'art de la navigation.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναυτικός''': -ή, -όν, ([[ναῦς]], [[ναύτης]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]] ἢ εἰς ναυτιλίαν, ναυτιλλόμενος, [[ναυτικός]], ὁ ν. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 99, 203, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁ [[πεζός]], ὁ αὐτ. 8. 1· ν. λεὼς Αἰσχύλ. Πέρσ. 383· [[στόλος]] Σοφ. Φ. 561· ν. ἐρείπια, ναυάγια πλοίων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἑδώλια Σοφ. Αἴ. 1277· [[σκάφη]] ὁ αὐτ. 1278· ν. [[πόλεμος]] Ἀνδοκ. 30. 32· ν. [[ἀναρχία]], ἡ παρὰ τοῖς ναύταις, Εὐρ. Ἑκάβ. 607· ― [[ὡσαύτως]] τὸ ναυτικόν, ἡ ναυτικὴ [[δύναμις]], [[στόλος]], Ἡρόδ. 7. 97, 160, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1063, Θουκ. 1. 36, κτλ.· [[οὕτως]], ἡ ναυτικὴ Ἡρόδ. 7. 161. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ ναυτικά, ναυτικοὶ ἐγένοντο, ἔγειναν ἔμπειροι εἰς τὴν θάλασσαν, κατέστησαν [[κράτος]] ναυτικόν, Θουκ. 1. 18, πρβλ. 7. 21. 3) ἡ ναυτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν ναυτιλίαν [[ἐμπειρία]], [[ἐπιτηδειότης]], Ἡρόδ. 8. 1, κτλ.· οὕτω, τὰ ναυτικὰ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124 Ε· ― [[ἀλλά]], τὰ ναυτικά, [[ὡσαύτως]], ναυτικαὶ ὑποθέσεις, ναυτικὴ [[δύναμις]], Θουκ. 4. 75, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ναυτικόν, ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐδήλου [[δάνειον]] συνομολογηθὲν ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχυρασμῷ τοῦ πλοίου, Λατ. pecunia foenore nautico collocata, Λυσ. 859 Reisk.· ναυτικὰ ἐκδιδόναι, δανείζειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, ὁ αὐτ. 895· οὕτω, δανείζειν ναυτικῶς Διογ. Λ. 7. 13· ναυτ. [[τόκος]] ὁ αὐτ. 6. 99· ναυτικὰ λαμβάνειν, ἀνελέσθαι, δανείζεσθαι, λαμβάνειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, Ξεν. Πόροι 3, 9, Δημ. 1212. 3· ναυτικοῖς ἐργάζεσθαι ὁ αὐτ. 893. 24· ― ναυτικὸν ἀμφοτερόπλουν, [[ὁπόταν]] ὁ δανειστὴς διακινδυνεύῃ τὰ χρήματά του κατά τε τὸν εἰς τὴν πατρίδα πλοῦν καὶ κατὰ τὸν ἐκ τῆς πατρίδος εἰς τὴν ξένην, ἑτερόπλουν δέ, [[ὅταν]] διακινδυνεύῃ μόνον κατὰ τὸν εἰς τὴν ξένην πλοῦν τοῦ πλοίου, ἴδε τὰς λέξ. καὶ πρβλ. τὴν λ. [[συγγραφή]].
|lstext='''ναυτικός''': -ή, -όν, ([[ναῦς]], [[ναύτης]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[πλοῖον]] ἢ εἰς ναυτιλίαν, ναυτιλλόμενος, [[ναυτικός]], ὁ ν. στρατὸς Ἡρόδ. 7. 99, 203, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁ [[πεζός]], ὁ αὐτ. 8. 1· ν. λεὼς Αἰσχύλ. Πέρσ. 383· [[στόλος]] Σοφ. Φ. 561· ν. ἐρείπια, ναυάγια πλοίων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἑδώλια Σοφ. Αἴ. 1277· [[σκάφη]] ὁ αὐτ. 1278· ν. [[πόλεμος]] Ἀνδοκ. 30. 32· ν. [[ἀναρχία]], ἡ παρὰ τοῖς ναύταις, Εὐρ. Ἑκάβ. 607· ― [[ὡσαύτως]] τὸ ναυτικόν, ἡ ναυτικὴ [[δύναμις]], [[στόλος]], Ἡρόδ. 7. 97, 160, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1063, Θουκ. 1. 36, κτλ.· [[οὕτως]], ἡ ναυτικὴ Ἡρόδ. 7. 161. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ ναυτικά, ναυτικοὶ ἐγένοντο, ἔγειναν ἔμπειροι εἰς τὴν θάλασσαν, κατέστησαν [[κράτος]] ναυτικόν, Θουκ. 1. 18, πρβλ. 7. 21. 3) ἡ ναυτικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν ναυτιλίαν [[ἐμπειρία]], [[ἐπιτηδειότης]], Ἡρόδ. 8. 1, κτλ.· οὕτω, τὰ ναυτικὰ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124 Ε· ― [[ἀλλά]], τὰ ναυτικά, [[ὡσαύτως]], ναυτικαὶ ὑποθέσεις, ναυτικὴ [[δύναμις]], Θουκ. 4. 75, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 4. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις ναυτικόν, ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐδήλου [[δάνειον]] συνομολογηθὲν ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχυρασμῷ τοῦ πλοίου, Λατ. pecunia foenore nautico collocata, Λυσ. 859 Reisk.· ναυτικὰ ἐκδιδόναι, δανείζειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, ὁ αὐτ. 895· οὕτω, δανείζειν ναυτικῶς Διογ. Λ. 7. 13· ναυτ. [[τόκος]] ὁ αὐτ. 6. 99· ναυτικὰ λαμβάνειν, ἀνελέσθαι, δανείζεσθαι, λαμβάνειν χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ πλοίου, Ξεν. Πόροι 3, 9, Δημ. 1212. 3· ναυτικοῖς ἐργάζεσθαι ὁ αὐτ. 893. 24· ― ναυτικὸν ἀμφοτερόπλουν, [[ὁπόταν]] ὁ δανειστὴς διακινδυνεύῃ τὰ χρήματά του κατά τε τὸν εἰς τὴν πατρίδα πλοῦν καὶ κατὰ τὸν ἐκ τῆς πατρίδος εἰς τὴν ξένην, ἑτερόπλουν δέ, [[ὅταν]] διακινδυνεύῃ μόνον κατὰ τὸν εἰς τὴν ξένην πλοῦν τοῦ πλοίου, ἴδε τὰς λέξ. καὶ πρβλ. τὴν λ. [[συγγραφή]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne la navigation <i>ou</i> les navigateurs, naval, nautique ; τὸ ναυτικόν :<br /><b>1</b> forces maritimes, flotte ; <i>plur.</i> τὰ ναυτικά <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> (<i>s.e.</i> [[ἀργύριον]]) argent prêté à la grosse;<br /><b>II.</b> qui a l'expérience de la navigation, propre à la navigation ; ἡ ναυτική ([[τέχνη]]) <i>ou</i> τὰ ναυτικά, l'art de la navigation.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]].
}}
}}
{{eles
{{eles