3,273,006
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0221.png Seite 221]] τό, eigtl. ein von selbst ausfließender, wohlriechender Pslauzensast, bes. der Myrrhensaft, nach Ath. von [[μύῤῥα]] (Fremdwort, die Alten leiten es von [[μύρω]] ab). – Überh. jede wohlriechende [[Salbe]]; wohlriechendes Oel; μύροις ἀλείφεσθαι, zuerst bei Archil. 11; vgl. Ath. XV, 688 c; [[τεῦχος]] οὐ μύρου πνέον, Soph. frg. 147; ἐνόπτρων καὶ μύρων ἐπιστάτας, Eur. Or. 1112; [[μύρον]] ἕψειν, Ar. Lys. 946, μύρου ὄζειν, nach Salbe duften, Eccl. 524, der auch den Ort, wo wohlriechende Salben verkauft wurden, so nennt, τἀν τῷ μύρῳ, auf dem Salbenmarkt, Equ. 1372. Oft bei anderen Cunic.; Ath. II, 48 c, λούομάι μύροις ψακαστοῖς, III, 101 c, aus Archestrat., στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεραπεύειν, u. XII, 548 c aus Anaxil., ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων, u. A.; [[μύρον]] κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, Plat. Rep. III, 398 e, μύρα καὶ θυμιάματα, 373 a; Folgde; auch mit Wein gemischt, Ael. V. H. 12, 31; Ath. führt übrigens eine große Menge verschiedener μύρα an; sp. D. brauchten es allgemein für alles Liebreizende, vgl. Iac. A. P. p. 597; dah. auch Liebkosungswort Verliebter, vgl. Ep. ad. 67 (V, 91). – Sprichwörtlich [[μύρον]] ἐπὶ φακῇ, Myrrhenöl zu Linsen, d. i. Kostbares auf eine schlechte Sache verwenden, Gië. Att. 1, 19; vgl. Phereer. bei Ath. IV, 160 b u. Mein. com. II, 780. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0221.png Seite 221]] τό, eigtl. ein von selbst ausfließender, wohlriechender Pslauzensast, bes. der Myrrhensaft, nach Ath. von [[μύῤῥα]] (Fremdwort, die Alten leiten es von [[μύρω]] ab). – Überh. jede wohlriechende [[Salbe]]; wohlriechendes Oel; μύροις ἀλείφεσθαι, zuerst bei Archil. 11; vgl. Ath. XV, 688 c; [[τεῦχος]] οὐ μύρου πνέον, Soph. frg. 147; ἐνόπτρων καὶ μύρων ἐπιστάτας, Eur. Or. 1112; [[μύρον]] ἕψειν, Ar. Lys. 946, μύρου ὄζειν, nach Salbe duften, Eccl. 524, der auch den Ort, wo wohlriechende Salben verkauft wurden, so nennt, τἀν τῷ μύρῳ, auf dem Salbenmarkt, Equ. 1372. Oft bei anderen Cunic.; Ath. II, 48 c, λούομάι μύροις ψακαστοῖς, III, 101 c, aus Archestrat., στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεραπεύειν, u. XII, 548 c aus Anaxil., ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων, u. A.; [[μύρον]] κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες, Plat. Rep. III, 398 e, μύρα καὶ θυμιάματα, 373 a; Folgde; auch mit Wein gemischt, Ael. V. H. 12, 31; Ath. führt übrigens eine große Menge verschiedener μύρα an; sp. D. brauchten es allgemein für alles Liebreizende, vgl. Iac. A. P. p. 597; dah. auch Liebkosungswort Verliebter, vgl. Ep. ad. 67 (V, 91). – Sprichwörtlich [[μύρον]] ἐπὶ φακῇ, Myrrhenöl zu Linsen, d. i. Kostbares auf eine schlechte Sache verwenden, Gië. Att. 1, 19; vgl. Phereer. bei Ath. IV, 160 b u. Mein. com. II, 780. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />parfum liquide, huile <i>ou</i> essence parfumée.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύρον''': [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων [[εὐώδης]] χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ [[μύρω]] ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ [[μύρρα]], ἀλλ’ ἡ λέξ. [[εἶναι]] πιθ. ξενικὴ τὴν [[ἀρχήν]], πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες [[ἔλαιον]], [[βάλσαμον]], Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας [[μύρον]] (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: [[ἔλαιον]] εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ μετὰ τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., [[μύρον]] ἐπὶ [[φακῆ]], δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς [[πρᾶγμα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. - Mεγάλη [[ποικιλία]] αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων [[ἀγορά]], τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· [[ἵσταται]] ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. [[μυρσίνη]] ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν [[πρᾶγμα]], Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597. | |lstext='''μύρον''': [ῠ], τό, ὁ ἐκ φυτῶν καταρρέων [[εὐώδης]] χυμὸς καὶ χρησιμεύων εἰς κατασκευὴν εὐωδῶν ἐλαίων κτλ. (ἐτυμολογούμενον ἐκ τοῦ [[μύρω]] ὑπὸ τῶν ἀρχαίων ἢ κατὰ τὸν Ἀθήν. ἐκ τοῦ [[μύρρα]], ἀλλ’ ἡ λέξ. [[εἶναι]] πιθ. ξενικὴ τὴν [[ἀρχήν]], πρβλ. Ἑβρ. môr)· ἀκολούθως συνήθως πᾶν παρεσκευασμένον εὐῶδες [[ἔλαιον]], [[βάλσαμον]], Λατ. unguentum, Ἀρχίλ. 27, Ἡρόδ. 3. 22· κάκιστ’ ἀπόλοιθ’ ὁ πρῶτον ἑψήσας [[μύρον]] (πρβλ. μυρεψὸς) Ἁριστοφ. Λυσ. 946· μύρου ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 524· ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 12· (ὁ Ὅμ. ἔχει: [[ἔλαιον]] εὐῶδες, ῥοδόεν, τεθυωμένον)· μ. κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαι Πλάτ. Πολ. 398Α· - ἀνεμίγνυον αὐτὸ μετὰ τοῦ οἴνου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 31· - παροιμ., [[μύρον]] ἐπὶ [[φακῆ]], δηλ. τὸ δαπανᾶν πολύτιμόν τι εἰς εὐτελὲς [[πρᾶγμα]], Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 19, 2, πρβλ. Στράττις ἐν «Φοινίσσαις» 1, καὶ [[αὐτόθι]] Meineke. - Mεγάλη [[ποικιλία]] αὐτῶν ἀπαριθμεῖται ἐν Διοσκ. 1. 52 κἑξ., Ἀθήν. XV. κεφ. 37-46. 2) [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο τὰ μύρα, ἡ τῶν μύρων [[ἀγορά]], τὰ μειράκια... τὰν τῷ μύρῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1375· οἱ δ’ ἐν τῷ μ. λαλεῖτε Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2· [[ἵσταται]] ἐν τῷ μ. Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 11· πρβλ. [[μυρσίνη]] ΙΙ. 3, ἰχθύς ΙΙ. 3) μεταφ., πᾶν χαρίεν, ἀγαπητόν, θελκτικὸν [[πρᾶγμα]], Ἀνθ. Π. 5. 90, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 2, σ. 285, Α. Π. σ. 597. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |